Выбрать главу

«Η Ρέννα!» Έτσι όπως πρόφερε το όνομα ο Ντόμον ήταν σαν να το έφτυνε. Παρά τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και το Ιλιανό υπογένειο, που άφηνε γυμνό το άνω χείλος, δεν έμοιαζε πια γελοίος αλλά φοβισμένος και με δολοφονικές διαθέσεις, ένας πολύ επικίνδυνος συνδυασμός. «Την είδα να καρφώνει στην πλάτη την Εγκήνιν και να το βάζει στα πόδια. Αν την έφτανα, θα της έσπαγα τον λαιμό, αλλά ας έχει χάρη που τα χέρια μου προσπαθούσαν να κλείσουν τις πληγές της Εγκήνιν για να μην τρέχει το αίμα. Πού είναι αυτή η καταραμένη Άες Σεντάι;» μούγκρισε. Δεν πρόσεχε και πολύ τα λόγια του.

«Εδώ είμαι, Μπέυλ Ντόμον», ανήγγειλε ψυχρά η Τέσλυν, που φάνηκε να έρχεται βιαστικά προς το μέρος τους μαζί με τη Θίρα, η οποία έριξε μια τρομοκρατημένη ματιά στην Τουόν και στη Σελούσια και γαντζώθηκε στο μπράτσο του Τζούιλιν, αφήνοντας μια τσιρίδα, με το βλέμμα χαμηλωμένο στο έδαφος. Από τον τρόπο που έτρεμε, θα νόμιζε κανείς πως θα κατέρρεε από λεπτό σε λεπτό.

Η Άες Σεντάι με το σκληρό βλέμμα μόρφασε λες κι είχε καταπιεί ρείκια όταν είδε τη γυναίκα που κειτόταν μπροστά της, αλλά με μια γοργή κίνηση έσκυψε κάτω από την άμαξα, δίπλα στον Ντόμον, κι άδραξε το κεφάλι της Εγκήνιν με τα κοκαλιάρικα χέρια της. «Η Τζολίνε θα τα κατάφερνε καλύτερα από μένα», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, «αλλά ίσως μπορέσω...»

Η ασημένια αλεπουδοκεφαλή πάγωσε στο στήθος του Ματ κι η Εγκήνιν τινάχτηκε τόσο βίαια, που σχεδόν της έπεσε η περούκα και κόντεψε να φύγει από την αγκαλιά του Ντόμον, ενώ τα μάτια της ήταν γουρλωμένα. Ο σπασμός κράτησε ίσα-ίσα για να ανασηκωθεί κατά το ήμισυ μ’ ένα βραχνό αγκομαχητό. Κατόπιν, έπεσε ξανά πίσω λαχανιασμένη, πάνω στο στήθος του Ντόμον, και το μενταγιόν ξανάγινε ένα κομμάτι κατεργασμένου ασημιού. Ο Ματ είχε συνηθίσει σε τέτοιες μεταπτώσεις, αν και τις μισούσε.

Η Τέσλυν κατέρρευσε κι αυτή, σχεδόν εξουθενωμένη, μέχρι που ο Ντόμον άφησε την Εγκήνιν, για να κρατήσει όρθια την Άες Σεντάι με το ένα χέρι. «Ευχαριστώ», είπε μια στιγμή αργότερα η Τέσλυν, και τα λόγια της έμοιαζαν να βγαίνουν σχεδόν με το ζόρι, «αλλά δεν χρειάζομαι βοήθεια». Πιάστηκε από τη μια πλευρά της άμαξας για να σηκωθεί, κι η ψυχρή ματιά της ήταν σαν να τους προκαλούσε να κάνουν κάποιο σχόλιο. «Η λεπίδα βρήκε πάνω σ’ ένα πλευρό, οπότε δεν τρύπησε την καρδιά. Το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι ανάπαυση και καλό φαγητό».

Ο Ματ συνειδητοποίησε πως η γυναίκα δεν καθυστέρησε διόλου να αδράξει έναν μανδύα. Προς τη μια κατεύθυνση, κατά μήκος του στενού δρόμου, μια αρμαθιά γυναίκες με μανδύες καλυμμένους με πούλιες παρακολουθούσαν καθισμένες μπροστά από μια σκηνή με πράσινες λωρίδες, με βλέμμα έντονο και συγκεντρωμένο. Από την άλλη κατεύθυνση, μισή ντουζίνα άντρες και γυναίκες με ριγωτά άσπρα πανωφόρια και στενά παντελόνια, ακροβάτες που έκαναν το νούμερό τους σε ράχες αλόγων, έριχναν ματιές προς το μέρος της Τέσλυν κι έσκυβαν τα κεφάλια τους για να ψιθυρίσουν αναμεταξύ τους. Ήταν πολύ αργά πια για να ανησυχεί μήπως κάποιος αναγνώριζε το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι ή τη Θεραπεία, που ήταν πλέον εμφανής σε όλους. Τα ζάρια στριφογύριζαν μανιασμένα μέσα στο κεφάλι του Ματ. Δεν είχαν σταματήσει στιγμή, αν και το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα.

«Ποιος την ψάχνει, Τζούιλιν;» ρώτησε ο Ματ. «Τζούιλιν;»

Ο ληστοκυνηγός έπαψε να αγριοκοιτάζει την Τουόν και τη Σελούσια και μουρμούρισε κάτι στη Θίρα, παρ’ όλο που συνέχιζε να χτυπάει φιλικά στην πλάτη την τρεμάμενη γυναίκα. «Ο Βάνιν κι οι Κοκκινόχεροι, ο Λόπιν, ο Νέριμ κι ο Όλβερ, επίσης, ο οποίος απομακρύνθηκε πριν τον προλάβω, ωστόσο...» Έπαψε για λίγο να καλοπιάνει τη Θίρα για να δείξει προς την κατεύθυνση του κεντρικού δρόμου. Η οχλαγωγία κι οι φλυαρίες ακούγονταν ακόμα κι από αυτή την απόσταση. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να ντυθεί μ’ έναν από αυτούς τους φανταχτερούς μανδύες. Από κει και πέρα, μπορεί να ξεγλιστρήσει με τους πρώτους που θα φύγουν. Αν κάνουμε ότι σταματάμε κάθε γυναίκα με κουκούλα ή, έστω, αν προσπαθούμε να κοιτάξουμε κάτω από την κουκούλα, ο κόσμος θα ξεσηκωθεί γιατί οι περισσότεροι είναι μυγιάγγιχτοι».

«Πανωλεθρία», μούγκρισε ο Λούκα, τραβώντας τον μανδύα σφιχτά πάνω στο κορμί του. Η Λατέλ τον αγκάλιασε. Ήταν σαν να τον παρηγορεί λεοπάρδαλη, αλλά όπως και να έχει, ο Λούκα δεν έμοιαζε και πολύ ανακουφισμένος.