«Γιατί, που να με πάρει και να με σηκώσει;» γρύλισε ο Ματ. «Η Ρέννα έπινε νερό στ’ όνομά μου! Πίστευα πως, αν κάποια παρατραβούσε το σχοινί...!» Δεν έριξε ούτε ματιά στη Θίρα, αλλά ο Τζούιλιν εξακολουθούσε να τον στραβοκοιτάζει σκοτεινιασμένος.
Ο Ντόμον στεκόταν όρθιος κρατώντας την Εγκήνιν στα μπράτσα του. Η γυναίκα πάλεψε να ελευθερωθεί αρχικά —η Εγκήνιν δεν ήταν από τις γυναίκες που τους άρεσε να τις κουβαλάνε από δω κι από κει σαν να ήταν κούκλες— αλλά τελικά φάνηκε να συνειδητοποιεί πως, αν έκανε να περπατήσει μοναχή της, θα έτρωγε τα μούτρα της. Βούλιαξε πάνω στο στήθος του Ιλιανού αγριοκοιτάζοντάς τον χολωμένη. Ο Ντόμον θα μάθαινε, αργά ή γρήγορα, πως, αν μια γυναίκα χρειάζεται άμεση βοήθεια κι εσύ της την προσφέρεις, θα σε κάνει να το πληρώσεις. «Είμαι η μόνη που γνώριζε το μυστικό της», είπε αδύναμα με τη μακρόσυρτη προφορά της. «Κι η μόνη που θα μπορούσε να το αποκαλύψει. Ίσως σκέφτηκε πως θα ήταν πιο ασφαλές να γυρίσει πίσω αφού με σκοτώσει πρώτα».
«Για ποιο μυστικό μιλάς;» ρώτησε ο Ματ.
Η γυναίκα δίστασε για κάποιο λόγο και συνοφρυώθηκε ακουμπώντας στο στήθος του Ντόμον. Τελικά, αναστέναξε. «Η Ρέννα ήταν κάποτε δεμένη με το λουρί, όπως επίσης η Μπέθαμιν κι η Σέτα. Έχουν την ικανότητα της διαβίβασης ή, τουλάχιστον, μπορούν να τη διδαχτούν, δεν ξέρω. Το α’ντάμ όμως λειτουργεί και στις τρεις τους, ίσως και σε κάθε σουλ’ντάμ». Ο Ματ σφύριξε μέσα από τα δόντια του. Αυτό κι αν ήταν χτύπημα για τους Σωντσάν.
Ο Λούκα κι η γυναίκα του αντάλλαξαν παραξενεμένες ματιές· ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχαν καταλάβει λέξη. Το στόμα της Τέσλυν έχασκε κι η συνηθισμένη γαλήνη που διαγραφόταν στο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι είχε αντικατασταθεί από σοκ. Η Σελούσια, ωστόσο, έβγαλε ένα αγριεμένο γρύλισμα, με τα γαλανά μάτια της να πετούν φωτιές, κι έριξε τον μπόγο με τα ρούχα από την πλάτη της καθώς έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Ντόμον. Μια αστραπιαία, αν και τρεμουλιαστή, κίνηση των δαχτύλων της Τουόν την ανάγκασε να σταματήσει αμέσως. Το πρόσωπο της Τουόν ήταν μια σκούρα κι ανεξιχνίαστη μάσκα. Ωστόσο, δεν της άρεσαν διόλου όσα είχε ακούσει. Σε τελική ανάλυση, είχε πει πως κι η ίδια εκπαίδευε νταμέην. Σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, ο Ματ θα παντρευόταν και γυναίκα ικανή να διαβιβάζει!
Ο ήχος από οπλές αλόγων ανήγγειλε την έλευση του Χάρναν και των υπόλοιπων τριών Κοκκινόχερων, που πλησίαζαν με γοργό τροχασμό από το στενό πέρασμα ανάμεσα στις σκηνές και τις άμαξες. Τα ξίφη τους ήταν θηκαρωμένα κάτω από τους μανδύες τους, ενώ ο Μέτγουιν κρατούσε ένα στιλέτο με μήκος κοντόσπαθου κι ο Γκόρντεραν είχε τη βαριά βαλλίστρα του κρεμασμένη από τη σέλα, με τη χορδή ήδη τραβηγμένη και κλειδωμένη. Το χειροστρόφαλο στη ζώνη του θα έκανε ένα ολόκληρο λεπτό να τραβήξει προς τα πίσω τη χοντρή χορδή, αλλά με αυτόν τον τρόπο το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τοποθετήσει το βέλος. Ο Χάρναν κουβαλούσε ένα τόξο ιππασίας με διπλή καμπύλη, έχοντας περασμένο στον γοφό του μια φαρέτρα από σκληρή τρίχα. Ο Φέργκιν οδηγούσε τον Πιπς.
Ο Χάρναν δεν μπήκε καν στον κόπο να ξεπεζέψει. Κοιτώντας καχύποπτα την Τουόν και τη Σελούσια και ρίχνοντας ματιές γεμάτες αμφιβολία στον Λούκα και στη Λατέλ, έγειρε πάνω στη σέλα του, με το άτεχνο τατουάζ του γερακιού να ξεχωρίζει έντονα πάνω στο μάγουλό του. «Η Ρέννα έκλεψε ένα άλογο, Άρχοντά μου», είπε σιγανά, «και ποδοπάτησε έναν από τους εκπαιδευτές αλόγων στην είσοδο. Ο Βάνιν είναι ξοπίσω της. Λέει πως θα μπορούσε να φτάσει στην Κόραμεν κάποια στιγμή απόψε. Προς τα εκεί κατευθύνεται, ταχύτερα από τις άμαξες. Ωστόσο, ιππεύει χωρίς σέλα, οπότε με λίγη τύχη μπορούμε να την τσακώσουμε». Ο τρόπος που το είπε μαρτυρούσε πως θεωρούσε δεδομένη την τύχη. Οι άντρες της Ομάδας έτρεφαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην τύχη του Ματ Κώθον απ’ ό,τι ο ίδιος.
Η αλήθεια ήταν πως δεν είχαν και πολλές επιλογές. Τα ζάρια εξακολουθούσαν να αναπηδούν με αμείωτη ένταση μέσα στο κεφάλι του. Υπήρχε μια πιθανότητα να έρθει καλή ζαριά, αλλά ήταν μικρή. Η τύχη του Ματ Κώθον. «Λούκα, πες στους ανθρώπους σου να τα μαζέψουν το συντομότερο δυνατόν και ν’ αναχωρήσουν», είπε σκαρφαλώνοντας στη σέλα του Πιπς. «Άσε την περίμετρο κι οτιδήποτε άλλο δεν χωράει στις άμαξες και φύγε γρήγορα. Δίνε του».
«Τρελός είσαι;» φώναξε ο Λούκα πετώντας σάλια τριγύρω. «Αν κάνω πως τους διώχνω, θα είναι αυτοί που θα ξεσηκωθούν μετά και θα θέλουν πίσω τα λεφτά τους!» Μα το Φως, ήταν ικανός να σκέφτεται τα χρήματα ακόμη και με το κεφάλι πάνω στον τάκο του δήμιου.
«Για σκέψου τι θα έχεις αν χίλιοι Σωντσάν σε βρουν αύριο εδώ». Ο Ματ έκανε τη φωνή του όσο πιο ψυχρή μπορούσε. Αν αποτύγχανε, οι Σωντσάν θα έβρισκαν και θα διέλυαν με συνοπτικές διαδικασίες τον θίασο του Λούκα, όσο γρήγορα κι αν σπιρούνιζαν τα άλογά τους. Ο Λούκα στράβωσε το στόμα του σαν να είχε δαγκώσει σάπιο δαμάσκηνο, κάτι που μαρτυρούσε ότι το ήξερε, κι ο Ματ πίεσε τον εαυτό του να τον αγνοήσει. Τα ζάρια συνέχιζαν να ηχούν έντονα σαν τύμπανα μέσα στο μυαλό του, χωρίς να έχουν πάψει λεπτό. «Τζούιλιν, άσε όλο το χρυσάφι στον Λούκα, εκτός από ένα γεμάτο πουγκί». Ίσως ο άντρας κατάφερνε να δωροδοκήσει κάποιον για να βγει, από τη στιγμή που οι Σωντσάν θα έβλεπαν πως δεν είχε την καταραμένη Κόρη των Εννέα Φεγγαριών. «Μάζεψέ τους όλους και φύγε το συντομότερο δυνατόν. Μόλις βγεις από την πόλη, πάρε τον δρόμο για το δάσος κι εγώ θα σε βρω».