«Όλους;» Καλύπτοντας τη Θίρα με το σώμα του, ο Τζούιλιν τίναξε το κεφάλι του προς το μέρος της Τουόν και της Σελούσια. «Άσε αυτές τις δύο στο Τζούραντορ κι οι Σωντσάν ίσως σταματήσουν να τις πάρουν, κάτι που μπορεί να τους καθυστερήσει έστω και λίγο. Άλλωστε, εσύ ο ίδιος λες πως, αργά ή γρήγορα, θα τις ελευθερώσεις».
Ο Ματ συνάντησε το βλέμμα της Τουόν. Μεγάλα, υγρά, σκούρα μάτια σ’ ένα λείο κι ανέκφραστο πρόσωπο. Είχε τραβήξει λίγο προς τα πίσω την κουκούλα της, οπότε μπορούσε να δει ολοκάθαρα το πρόσωπό της. Αν την άφηνε πίσω, δεν θα μπορούσε να πει τα λόγια, αλλά ακόμη κι αν τα έλεγε, εκείνος θα ήταν ήδη πολύ μακριά για να τα ακούσει. Αν την άφηνε πίσω, ο Ματ δεν θα μάθαινε ποτέ γιατί χαμογελούσε τόσο μυστηριωδώς και τι κρυβόταν πίσω από αυτό το μυστήριο. Μα το Φως, πόσο ανόητος ήταν! Ο Πιπς αναπήδησε ανυπόμονα, σαν να χόρευε.
«Όλους», είπε τελικά. Μήπως του φάνηκε πως η Τουόν ένευσε ανεπαίσθητα, σαν να απευθυνόταν στον εαυτό της; Κι αν ναι, για ποιο λόγο; «Πάμε», φώναξε στον Χάρναν.
Χρειάστηκε να βαδίσουν με τα άλογά τους μέσα από το πλήθος, για να βγουν από τον θίασο, αλλά μόλις έφθασαν στον δρόμο, ο Ματ σπιρούνισε τον Πιπς για να καλπάσει, με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω του και το κεφάλι γερμένο μπροστά, για να μην του φύγει το καπέλο. Βέβαια, δεν μπορούσες να διατηρήσεις για πολλή ώρα ένα άλογο σε τόσο γοργούς ρυθμούς. Ο δρόμος φιδογύριζε μέσα από λόφους και διασταυρούμενες ράχες, ενώ πού και πού έκοβε μέσα από βατά υψώματα. Πλατσούρισαν μέσα σε ρυάκια που τους έφταναν έως τον αστράγαλο, και πέρασαν φουριόζοι πάνω από χαμηλά ξύλινα γεφύρια, που υψώνονταν πάνω από βαθιά νερά. Τα δέντρα άρχισαν να εμφανίζονται ξανά στις πλαγιές, πεύκα και χαμοδάφνες που φάνταζαν πράσινα ανάμεσα στα γυμνά από τον χειμώνα κλαριά των υπολοίπων. Σε μερικούς λόφους υπήρχαν σκόρπιες αγροικίες, χαμηλά, πέτρινα σπίτια με κεραμοσκεπές και κάπως ψηλότερες σιταποθήκες, ενώ περιστασιακά έβλεπαν και κανένα χωριουδάκι με οκτώ-δέκα σπίτια.
Λίγα μίλια μακριά από τον θίασο, ο Ματ εντόπισε μπροστά τους έναν πλατύστερνο άντρα, καθισμένο στη σέλα του σαν σακί με ξύγκι. Το άλογο είχε μακριά πόδια, ήταν σταχτί κατ προχωρούσε με σταθερό τροχασμό. Όπως φαινόταν, ο αλογοκλέφτης ξέρει να διαλέγει πάντα δυνατά ζώα. Ακούγοντας τον ήχο των οπλών, ο Βάνιν έριξε μια ματιά προς τα πίσω κι επιβράδυνε. Κακό αυτό.
Όταν ο Ματ έφερε τον Πιπς πλάι στο σταχτί ζώο, ο Βάνιν έφτυσε. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα βρούμε το άλογά της ψόφιο από την κούραση, οπότε μπορώ να την εντοπίσω πεζή», μουρμούρισε. «Παρ’ ότι δεν καβαλάει σέλα, τρέχει γρηγορότερα απ’ όσο υπολόγιζα. Αν ζοριστούμε λίγο, ίσως την προλάβουμε μέχρι τη δύση του ήλιου. Αν το άλογά της δεν καταρρεύσει ή δεν πεθάνει, θα είναι περίπου η ώρα που θα καταφθάνει στην Κόραμεν».
Ο Ματ έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι του, για να κοιτάξει τον ήλιο που βρισκόταν σχεδόν ακριβώς από πάνω του. Ήταν μακρύς ο δρόμος για να τον καλύψουν σε λιγότερο από μισή μέρα. Αν γύριζε πίσω, θα απομακρυνόταν αρκετά από το Τζούραντορ μέχρι το απόγευμα, παρέα με τον Θομ, τον Τζούιλιν και τους υπολοίπους. Και μαζί με την Τουόν, φυσικά, ενώ οι Σωντσάν θα ήξεραν πλέον ότι αυτός που έπρεπε να κυνηγήσουν λεγόταν Ματ Κώθον. Η τύχη του ανθρώπου που είχε απαγάγει την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών δεν θα κρατούσε για πολύ αν γινόταν ντα’κοβάλε. Επιπλέον, κάποια στιγμή, την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα, θα παλούκωναν και τον Λούκα, όπως και τη Λατέλ, τον Πέτρα, την Κλαρίν κι όλους τους άλλους. Μια συστάδα από παλουκωμένους ανθρώπους. Τα ζάρια κροτάλισαν κι αναπήδησαν μέσα στο κεφάλι του.
«Θα τα καταφέρουμε», είπε. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Ο Βάνιν έφτυσε.
Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να καλύψεις έφιππος μια μεγάλη απόσταση, αν ήθελες στο τέλος να είσαι ακόμη πάνω σε ζωντανό άλογο. Προχώρησαν με χαλαρό βηματισμό για μισό μίλι κι έπειτα το γύρισαν σε τροχασμό για μισό μίλι ακόμα. Κατόπιν, σπιρούνισαν τα ζώα για να τριποδίσουν, έπειτα να καλπάσουν, και μετά ξανά χαλαρός βηματισμός. Ο ήλιος έβαλε πλώρη για να δύσει, ενώ τα ζάρια εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν. Πέρασαν αραιά δασωμένους λόφους και δεντρόφυτες ράχες. Διέσχισαν ρυάκια που μπορούσες να τα περάσεις με τρία βήματα και που μόλις έβρεχαν τις οπλές των αλόγων, και ρυάκια πλάτους τριάντα βημάτων, οι όχθες των οποίων συνδέονταν με επίπεδες γέφυρες από ξύλο και πέτρα. Ο ήλιος έπεφτε όλο και πιο χαμηλά, ενώ τα ζάρια στριφογύριζαν όλο και πιο γρήγορα. Κόντευαν να ξαναγυρίσουν στον Έλμπαρ, και κανένα σημάδι της Ρέννα δεν φαινόταν πουθενά, εκτός από κάποια ίχνη σαν γδαρσίματα πάνω στην τραχιά λάσπη του δρόμου, που ο Βάνιν τα έδειχνε σαν να ήταν βαμμένα σύμβολα.