Выбрать главу

«Πλησιάζουμε πια», μουρμούρισε ο παχύς άντρας, αν και δεν ακουγόταν και τόσο χαρούμενος.

Ύστερα, προσπέρασαν έναν λόφο κι αντίκρισαν άλλη μία χαμηλή γέφυρα μπροστά τους. Πιο πέρα, το μονοπάτι φιδογύριζε βόρεια και διέσχιζε την επόμενη ράχη μέσω ενός ορεινού περάσματος. Ο ήλιος, που είχε φτάσει τώρα στην κορυφή της ράχης, τους τύφλωνε. Η Κόραμεν απλωνόταν από την αντίθετη μεριά της ράχης. Τραβώντας το γείσο του καπέλου του για σκιά, ο Ματ άρχισε να ψάχνει στον δρόμο για τη γυναίκα, για οποιονδήποτε πεζό ή έφιππο, κι ένιωσε ένα βούλιαγμα στο στήθος.

Ο Βάνιν βλαστήμησε κι έδειξε μπροστά.

Ένα αφρισμένο καστανοκόκκινο άλογο ανηφόριζε με κόπο την πλαγιά, στην άλλη μεριά του ποταμού, και μια γυναίκα σπιρούνιζε μανιασμένα τα πλευρά του, παροτρύνοντάς το να συνεχίσει την ανάβαση. Η Ρέννα ανυπομονούσε τόσο πολύ να φτάσει στους Σωντσάν, ώστε δεν έδινε σημασία στον δρόμο. Απείχε περίπου διακόσια βήματα, αλλά ήταν σαν να απείχε μίλια. Το υποζύγιό της ήταν έτοιμο να καταρρεύσει, αλλά εκείνη δεν το είχε σε τίποτα να ξεπεζέψει και ν’ αρχίσει να τρέχει προς τη φρουρά πριν την προλάβουν. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φθάσει στην κορυφή, κάπου πενήντα πόδια πιο πάνω.

«Άρχοντά μου;» είπε ο Χάρναν. Είχε περάσει ένα βέλος στο τόξο του, μισοσηκώνοντάς το. Ο Γκόρντεραν στήριζε τη βαριά βαλλίστρα στον ώμο του, αφού την είχε οπλίσει μ’ ένα χοντρό και μυτερό βέλος.

Ο Ματ αισθάνθηκε κάτι να τρεμοπαίζει και να πεθαίνει μέσα του. Δεν ήξερε τι. Κάτι. Τα ζάρια κυλούσαν μέσα στο μυαλό του, παράγοντας έναν ήχο σαν του κεραυνού. «Ρίξτε», είπε.

Ήθελε να κλείσει τα μάτια του. Η βαλλίστρα κινήθηκε ακαριαία· το βέλος διέγραψε μια μαύρη αψίδα στον ουρανό. Η Ρέννα έπεσε μπροστά μόλις καρφώθηκε στην πλάτη της. Είχε σχεδόν κατορθώσει να ανασηκωθεί και να γαντζωθεί από τον λαιμό του καστανοκόκκινου ζώου της, όταν τη βρήκε το βέλος του Χάρναν.

Με μια αργή κίνηση, έπεσε από το άλογο, γλίστρησε στην πλαγιά, κυλώντας όλο και πιο γρήγορα κι αναπηδώντας πάνω σε δενδρύλλια, παίρνοντας όλο και πιο μεγάλες τούμπες, μέχρι που κατέληξε με παφλασμό στο ρυάκι. Προς στιγμήν, απέμεινε να επιπλέει με το πρόσωπο στραμμένο προς τα κάτω, δίπλα στην όχθη. Έπειτα, το ρεύμα την παρέσυρε μακριά, με τη φούστα της να πλέει στο νερό. Αργά-αργά, παρασύρθηκε προς τον Έλμπαρ. Ίσως, τελικά, να έφτανε στη θάλασσα. Κι έτσι, τρίτωσε το κακό. Δεν είχε σημασία που τα ζάρια είχαν σταματήσει. Το κακό είχε τριτώσει. Ποτέ ξανά, σκέφτηκε ο Ματ, καθώς το ρεύμα τραβούσε τη Ρέννα πίσω από μια καμπή. Ποτέ ξανά, ακόμα κι αν χρειαστεί να το πληρώσω με τη ζωή μου.

Δεν πιέστηκαν να συνεχίσουν ανατολικά. Δεν είχε νόημα κι, άλλωστε, ο Ματ αισθανόταν ψόφιος από την κούραση. Ωστόσο, δεν σταμάτησαν, παρά μόνο για να πάρουν μια ανάσα και να ποτίσουν τα ζωντανά. Κανείς τους δεν είχε όρεξη να πει κάτι.

Τις μικρές ώρες της νύχτας κατέφθασαν στο Τζούραντορ. Η πόλη έμοιαζε με σκοτεινή μάζα κι οι πύλες της ήταν ερμητικά κλειστές. Σύννεφα κάλυπταν το φεγγάρι. Παραδόξως, τα τείχη από καναβάτσο του θιάσου του Λούκα ήταν ακόμα όρθια, λίγο πιο πέρα από την πόλη, ενώ δύο ογκώδεις άντρες, τυλιγμένοι με κουβέρτες, που ροχάλιζαν κάτω από το μεγάλο λάβαρο, υποτίθεται πως φυλούσαν την είσοδο. Ακόμα κι από τη μεριά του δρόμου, μέσα στο σκοτάδι, ήταν ολοφάνερο ότι όλος ο χώρος πίσω από τα τείχη καταλαμβανόταν από άμαξες και σκηνές.

«Τουλάχιστον, μπορώ να πω στον Λούκα ότι δεν είναι ανάγκη να βιάζεται», σχολίασε αποκαμωμένος ο Ματ, στρέφοντας τον Πιπς προς το λάβαρο. «Ίσως μας βρει ένα μέρος να κοιμηθούμε λίγες ωρίτσες». Αν δεν ήταν όλο αυτό το χρυσάφι που είχε αφήσει πίσω, ο Λούκα θα τους παραχωρούσε την ίδια του την άμαξα, αλλά επειδή ο Ματ τον ήξερε καλά, το μόνο που ήλπιζε ήταν να βρεθεί ένα μαλακό και καθαρό αχυρένιο στρώμα. Αύριο θα έψαχνε να βρει τον Θομ και τους άλλους. Και την Τουόν. Αύριο, όταν θα είχε ξεκουραστεί για τα καλά.

Ωστόσο, ένα μεγάλο σοκ τον περίμενε στο εσωτερικό της τεράσπας άμαξας του Λούκα. Ναι, για άμαξα ήταν όντως ευρύχωρη, μ’ ένα στενό τραπέζι στο μέσον κι αρκετό χώρο τριγύρω για να κινείται κανείς. Το τραπέζι, τα ερμάρια και τα ράφια ήταν καλογυαλισμένα κι έλαμπαν. Η Τουόν καθόταν σ’ένα επίχρυσο κάθισμα —ο Λούκα διέθετε κάθισμα, και μάλιστα επίχρυσο, όταν όλοι οι άλλοι κάθονταν σε σκαμνιά!— με τη Σελούσια να στέκεται πίσω της. Το πρόσωπο του Λούκα έλαμπε, καθώς παρακολουθούσε τη Λατέλ να προσφέρει στην Τουόν ένα πιάτο αχνιστά γλυκίσματα, τα οποία η σκουρόχρωμη και μικροκαμωμένη γυναίκα περιεργαζόταν, λες κι έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι θα έτρωγε κάτι που είχε μαγειρέψει η γυναίκα του Λούκα.