Ρίχνοντας μια ματιά στο πρωινό της, η Εγκουέν αναστέναξε και τράβηξε μια μικροσκοπική μαύρη νιφάδα από το αχνιστό κουρκούτι, σκουπίζοντας τη με τα δάχτυλά της πάνω στη λινή πετσέτα, χωρίς να κοιτάξει καλύτερα για να βεβαιωθεί ότι επρόκειτο για σιταρόψειρα. Όσο δεν ήσουν σίγουρος, τόσο λιγότερο ανησυχούσες για όσα παρέμεναν μέσα στο μπολ. Έβαλε μια γεμάτη κουταλιά στο στόμα της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις γλυκές σκλήθρες του αποξηραμένου βερίκοκου, που είχε ανακατέψει η Τσέσα με το υπόλοιπο φαγητό. Μήπως κάτι έσπασε ανάμεσα στα δόντια της;
«Η μάνα μου έλεγε πως ό,τι τρως πάει στο στομάχι, οπότε πάψε να δίνεις σημασία», μουρμούρισε η Τσέσα σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Κάπως έτσι συμβούλευε την Εγκουέν, χωρίς να ξεπερνάει το όριο μεταξύ κυράς και υπηρέτριας. Τουλάχιστον, τη συμβούλευε απουσία της Χάλιμα, η οποία είχε φύγει από νωρίς το πρωί. Η Τσέσα καθόταν πάνω σ’ ένα από τα σεντούκια με την υφασμάτινη επένδυση, σε περίπτωση που η Εγκουέν θα επιθυμούσε κάτι άμεσα ή ήθελε να της κάνει κάποιο θέλημα, αλλά πού και πού το βλέμμα της έπεφτε πάνω στη στοίβα με τα φορέματα που θα πήγαινε σήμερα στις πλύστρες. Ποτέ δεν τα μάνταρε παρουσία της Εγκουέν και, με τα κριτήριά της, η μπουγάδα ήταν δουλειά άλλων.
Γαληνεύοντας την έκφραση του προσώπου της, η Εγκουέν ήταν έτοιμη να πει στη γυναίκα να πάει να φάει πρωινό —η Τσέσα θεωρούσε πως ήταν κάτι σαν υπέρβαση να φάει πριν τελειώσει η Εγκουέν— αλλά πριν προλάβει καλά-καλά να ανοίξει το στόμα της, η Νισάο μπήκε στη σκηνή, κυκλωμένη από τη λάμψη του σαϊντάρ. Καθώς η υφασμάτινη είσοδος έκλεινε πίσω της, το μάτι της Εγκουέν πήρε φευγαλέα τον Σάριν, τον καραφλό και γενειοφόρο κοντοστούπη Πρόμαχο της Νισάο, που περίμενε απ’ έξω. Η μικρή, τυπική κουκούλα που φορούσαν οι αδελφές ήταν κατεβασμένη και προσεκτικά τοποθετημένη πάνω στους ώμους της, έτσι ώστε να αποκαλύπτει την κίτρινη βελούδινη φόδρα. Ωστόσο, η γυναίκα κρατούσε με δύναμη τον μανδύα πάνω στο κορμί της, λες και την περόνιαζε η παγωνιά. Δεν είπε τίποτα, απλώς έριξε μια διαπεραστική ματιά στην Τσέσα, η οποία περίμενε το νεύμα της Εγκουέν πριν μαζέψει τη φούστα της κι αποσυρθεί. Μπορεί να μην είχε την ικανότητα να διακρίνει τη φωτεινότητα της Δύναμης, αλλά καταλάβαινε πότε η Εγκουέν ήθελε να μείνει μόνη.
«Η Κάιρεν Στανγκ είναι νεκρή», ανακοίνωσε απερίφραστα η Νισάο. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, η φωνή της σταθερή και ψυχρή. Ήταν αρκετά κοντή, ώστε η Εγκουέν φάνταζε συγκριτικά ψηλή, αλλά είχε ορθώσει το ανάστημά της λες κι επιθυμούσε να ψηλώσει καμιά ίντσα ακόμα, κάτι που δεν συνήθιζε. «Επτά αδελφές είχαν ήδη περάσει τη δοκιμασία της αντήχησης πριν πάω εκεί. Δολοφονήθηκε με σαϊντίν, χωρίς καμιά αμφιβολία. Ο λαιμός της ήταν σπασμένος, διαλυμένος σχεδόν, λες και το κεφάλι της είχε κάνει πλήρη περιστροφή. Τουλάχιστον, δεν υπέφερε πολύ». Η Νισάο πήρε μια βαθιά κι ακανόνιστη ανάσα, αλλά μόλις το αντιλήφθηκε, κορδώθηκε ξανά, κάνοντας το παρουσιαστικό της πιο ευθυτενές από πριν. «Ο φόνος θα χρεωθεί στον Πρόμαχό της. Κάποιος του έδωσε ένα μείγμα από βότανα και τον κοίμισε, αλλά μόλις ξυπνήσει, θα βρεθεί αντιμέτωπος με διάφορα προβλήματα». Στην αναφορά των βοτάνων, απέφυγε να κάνει τη χαρακτηριστική, περιφρονητική χειρονομία των Κίτρινων, σημάδι της αναστάτωσής της, παρά το ήρεμο πρόσωπό της.
Η Εγκουέν άφησε το κουτάλι πάνω στο μικρό τραπεζάκι κι έγειρε πίσω. Ξαφνικά, δεν ένιωθε και τόσο άνετο το κάθισμά της. Μετά τη Ληάνε, η αμέσως επόμενη καλύτερη ήταν η Μποντ Κώθον, μια μαθητευόμενη. Προσπάθησε να μη σκέφτεται τι άλλο μπορούσε να είναι η Μποντ. Με τόσες επιπρόσθετες μέρες πρακτικής, η Μποντ μπορούσε κάλλιστα να κάνει εξίσου καλή δουλειά με την Κάιρεν. Σχεδόν. Ωστόσο, δεν είπε τίποτα. Η Νισάο γνώριζε μερικά μυστικά, μα όχι όλα. «Πρώτα η Ανάγια, τώρα η Κάιρεν. Και οι δύο του Γαλάζιου Άτζα. Έχεις υπ’ όψιν σου αν είχαν κάτι άλλο κοινό;»