Η Νισάο κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Απ’ όσο θυμάμαι, η Ανάγια ήταν ήδη Άες Σεντάι καμιά πενηνταριά, ίσως κι εξήντα, χρόνια όταν η Κάιρεν ήρθε στον Πύργο. Ίσως είχαν κοινούς γνωστούς. Δεν ξέρω, Μητέρα». Ακουγόταν κουρασμένη κι οι ώμοι της είχαν κρεμάσει κάπως. Η διακριτική έρευνά της γύρω από τον θάνατο της Ανάγια δεν είχε φέρει αποτελέσματα και θα πρέπει να ήταν ενήμερη ότι η Εγκουέν θα της ανέθετε και την υπόθεση της Κάιρεν.
«Μάθε», τη διέταξε η Εγκουέν. «Διακριτικά». Δεν χρειαζόταν να προσθέσει ότι αυτό το δεύτερο έγκλημα ήταν ικανό από μόνο του να δημιουργήσει φασαρίες. Περιεργάστηκε για μια στιγμή τη γυναίκα. Μπορεί η Νισάο να έβρισκε διάφορες δικαιολογίες κατόπιν εορτής ή να ισχυριζόταν πως έτρεφε εξ αρχής αμφιβολίες, αλλά μέχρι τότε δεν θα έπαυε να είναι το κλασικό υπόδειγμα αυτοπεποίθησης κι απόλυτης βεβαιότητας των αδελφών του Κίτρινου Άτζα. Τώρα, όμως, δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. «Πόσες από τις υπάρχουσες αδελφές έχουν πρόσβαση στο σαϊντάρ;»
«Έχω προσέξει μερικές, Μητέρα», απάντησε ξερά η Νισάο. Το σαγόνι της ανασηκώθηκε ελαφρά και κάπως προκλητικά. Μια στιγμή αργότερα, όμως, η λάμψη γύρω της άρχισε να σβήνει. Τράβηξε επάνω της τον μανδύα, σαν να έχανε ξαφνικά θερμότητα. «Αμφιβάλλω αν θα προστάτευε την Κάιρεν. Ο θάνατός της ήταν ακαριαίος. Απλώς, κάνει κάποιον να νιώθει... ασφαλέστερος».
Αφού έφυγε η Νισάο, η Εγκουέν βάλθηκε να ανακατεύει τον χυλό της με το κουτάλι. Δεν έβλεπε πια μαύρες κουκίδες, αλλά η όρεξή της είχε εξαφανιστεί. Τελικά, σηκώθηκε και, αφού τοποθέτησε το επιτραχήλιο με τις εφτά ρίγες γύρω από τον λαιμό της, τύλιξε τους ώμους της με τον μανδύα. Αν μη τι άλλο, σήμερα δεν ήταν η κατάλληλη μέρα για να παραμείνει βυθισμένη στην κατήφεια. Ειδικά σήμερα, έπρεπε να ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη ρουτίνα της.
Έξω, καρότσες με ψηλούς τροχούς προχωρούσαν βαριά κατά μήκος των παγωμένων αυλακώσεων που χάραζαν τα μονοπάτια του καταυλισμού, φορτωμένες βαρέλια γεμάτα νερό ή στοίβες ολόκληρες από καυσόξυλα και σακιά με κάρβουνα. Οι αμαξηλάτες κι όσοι ακολουθούσαν είχαν τυλιχτεί με τους μανδύες τους για να αντιμετωπίσουν το κρύο. Ως συνήθως, οικογένειες μαθητευομένων έτρεχαν κατά μήκος των ξύλινων δρόμων, καταφέρνοντας να υποκλιθούν μπροστά στις διερχόμενες Άες Σεντάι χωρίς να επιβραδύνουν τη φόρα τους. Στην περίπτωση που δεν έδειχναν τον ανάλογο σεβασμό απέναντι σε κάποια αδελφή, τις περίμενε βούρδουλας, κάτι που ίσχυε κι αν καθυστερούσαν, ενώ οι διδάσκουσες δεν έδειχναν την ίδια υπομονή με τις διερχόμενες Άες Σεντάι, που σε τελική ανάλυση μπορούσαν να συγχωρήσουν μια βιαστική μαθητευόμενη.
Οι ασπροντυμένες γυναίκες έκαναν στην άκρη μόλις παρατηρούσαν το ριγωτό επιτραχήλιο που κρεμόταν από την κουκούλα της Εγκουέν, αλλά η ίδια αρνούνταν να αισθανθεί περισσότερη κακοκεφιά απ’ όση ένιωθε ήδη, εξαιτίας των μαθητευομένων που υποκλίνονταν μόλις την έβλεπαν, παραπατώντας και γλιστρώντας πάνω στο παγωμένο έδαφος, τρώγοντας τα μούτρα τους μερικές φορές πριν προλάβουν να τις συγκρατήσουν οι ξαδέλφες τους. Τα μέλη της ίδιας οικογένειας χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ξαδέλφη», κάτι που έμοιαζε να δημιουργεί ισχυρότερους δεσμούς αναμεταξύ τους, σαν να ήταν όντως συγγενείς και μάλιστα πρώτα ξαδέλφια. Αυτό που την έκανε να νιώθει κακοκεφιά ήταν οι λιγοστές Άες Σεντάι που είδε να περιφέρονται τριγύρω, σαν να γλιστρούσαν κατά μήκος των μονοπατιών μέσα από ολόκληρους κυματισμούς υποκλίσεων. Δεν ήταν πάνω από μια ντουζίνα, ή περίπου, ανάμεσα στη σκηνή της και στο γραφείο της Άμερλιν, αλλά τρεις στις τέσσερις ήταν τυλιγμένες τόσο με τη λάμψη της Δύναμης, όσο και με τους μανδύες τους. Συνήθως, βάδιζαν ανά ζευγάρια, ακολουθούμενες από Προμάχους. Άσχετα από το αν ήταν κυκλωμένες από το σαϊντάρ ή όχι, έδειχναν πολύ καχύποπτες, ενώ οι κουκούλες τους ταλαντεύονταν διαρκώς από δω κι από κει καθώς επιθεωρούσαν τον γύρω χώρο.
Της θύμιζε την εποχή που ο τύφος είχε χτυπήσει το Πεδίο του Έμοντ κι όλοι περπατούσαν κρατώντας μπροστά στα ρουθούνια τους μαντίλια ποτισμένα με μπράντυ —η Ντόραλ Μπάραν, η τότε Σοφία, έλεγε ότι βοηθούσε να μην κολλήσεις— παρακολουθώντας ο ένας τον άλλον, για να δουν ποιος θα ήταν ο επόμενος που θα εμφάνιζε στίγματα και θα κατέρρεε. Έντεκα άτομα είχαν πεθάνει προτού η αρρώστια κάνει τον κύκλο της, αλλά πέρασε ένας μήνας ακόμα από το τελευταίο κρούσμα πριν αποφασίσουν όλοι να αφαιρέσουν τα μαντίλια από τα πρόσωπά τους. Για πολύ καιρό, η Εγκουέν είχε συνδέσει τη μυρωδιά του μπράντυ με τον φόβο. Το μύριζε σχεδόν αυτή τη στιγμή. Δύο αδελφές ανάμεσά τους είχαν δολοφονηθεί από έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάσει και που, προφανώς, είχε τη δυνατότητα να πηγαινοέρχεται όποτε ήθελε. Ο φόβος διαδιδόταν γρηγορότερα από τον τύφο ανάμεσα στις Άες Σεντάι.