Η σκηνή που χρησιμοποιούσε ως γραφείο ήταν πιο ζεστή όταν έφθασε, και το μαγκάλι ανέδιδε μια (μυρωδιά τριαντάφυλλου. Οι ανακλώμενοι όρθιοι φανοί καθώς κι οι λαμπτήρες των τραπεζιών είχαν ανάψει. Η ρουτίνα της ήταν γνωστή. Κρεμώντας τον μανδύα της στην κρεμάστρα της γωνίας, κάθισε πίσω από το τραπέζι, πιάνοντας με μια αυτόματη κίνηση το ασταθές πόδι του καθίσματος που είχε την τάση να αναδιπλώνεται. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ακολουθήσει την καθημερινή της ρουτίνα. Αύριο, θα ανακοίνωνε όσα είχαν συμβεί.
Σοκαρίστηκε όταν είδε την πρώτη της επισκέπτρια, την τελευταία ίσως γυναίκα που θα περίμενε να μπει στη σκηνή. Η Τέοντριν ήταν μια λυγερή Καφετιά με εξογκωμένα ζυγωματικά, μια Ντομανή με επιδερμίδα στο χρώμα του χαλκού και με την αποφασιστικότητα να διαγράφεται στα χείλη της. Κάποτε, έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμη ανά πάσα στιγμή να χαμογελάσει. Βάδισε σαν να γλιστρούσε πάνω στα φθαρμένα κιλίμια, και το στρίφωμα του επώμιου της άγγιξε ανάλαφρα την άκρη του τραπεζιού. Καθώς έκανε μια τυπική υπόκλιση, η Εγκουέν άπλωσε το αριστερό της χέρι, για να μπορέσει η γυναίκα να φιλήσει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Η τυπικότητα ανταποδιδόταν μονάχα με αντίστοιχη τυπικότητα.
«Η Ρομάντα επιθυμεί να πληροφορηθεί αν μπορεί να σε συναντήσει σήμερα, Μητέρα», είπε η λυγερόκορμη Καφετιά. Ο τόνος της φωνής της ήταν μαλακός, αν και κάτι σαν πείσμα ήταν βαθιά θαμμένο μέσα του.
«Πες της ότι μπορώ να τη δω όποτε επιθυμεί, Κόρη», αποκρίθηκε κάπως επιφυλακτικά η Εγκουέν. Η Τέοντριν έκανε άλλη μία υπόκλιση, δίχως η έκφραση του προσώπου της να αλλάξει στο ελάχιστο.
Καθώς η Καφετιά έκανε να φύγει, μια Αποδεχθείσα την προσπέρασε και μπήκε στη σκηνή τραβώντας προς τα πίσω τη ραβδωτή άσπρη κουκούλα της. Η Εμάρα ήταν λεπτή και σχεδόν εξίσου μικροκαμωμένη με τη Νισάο. Έμοιαζε ικανή να παρασυρθεί από μια ριπή ανέμου, αλλά ήταν πολύ αυστηρή με τις μαθητευόμενες που είχε υπό την εποπτεία της, αυστηρότερη κι από πολλές αδελφές ακόμα. Βέβαια, ήταν από μόνη της σκληροτράχηλη κι, άλλωστε, η ζωή μιας μαθητευόμενης υποτίθεται πως ήταν ούτως ή άλλως σκληρή. Η γκρίζα ματιά της Εμάρα κύλησε προς το στρίφωμα του επωμίου της Τέοντριν και τα χείλη της συστράφηκαν σ’ ένα περιφρονητικά μειδίαμα πριν επαναφέρει τη γαλήνια έκφρασή της κι απλώσει τη χιονάτη ριγωτή της φούστα μπροστά στην Εγκουέν. Έντονα πορφυρές κουκκίδες ζωγράφισαν τα μάγουλα της Τέοντριν.
Η Εγκουέν χτύπησε με δύναμη το χέρι της πάνω στο τραπέζι, κάνοντας το πέτρινο μελανοδοχείο και το μπολ με την άμμο να κροταλίσουν. «Ξέχασες πώς να είσαι ευγενική απέναντι σε μια Άες Σεντάι, παιδί μου;» τη ρώτησε κοφτά.
Η Εμάρα χλώμιασε —η Άμερλιν είχε και μια υπόληψη, σε τελική ανάλυση— κι έκανε μια βιαστική κι ακόμα βαθύτερη υπόκλιση προς τη μεριά της Τέοντριν, η οποία την αποδέχτηκε μ’ ένα μονοκόμματο νεύμα πριν γλιστρήσει έξω από τη σκηνή ακόμα πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε έρθει.
Η Εμάρα άρχισε να τραυλίζει με τη χαρακτηριστική Ιλιανή προφορά, που ο εκνευρισμός της έκανε ακόμα πιο έντονη, σχετικά με ένα αίτημα της Λελαίν να συναντηθεί με την Άμερλιν. Το πάλαι ποτέ, η Ρομάντα κι η Λελαίν δεν τηρούσαν ιδιαίτερα τα τυπικά κι έκαναν την εμφάνισή τους ακάλεστες κι όποτε ήθελαν, αλλά η κήρυξη πολέμου ενάντια στην Ελάιντα είχε επιφέρει σημαντικές αλλαγές. Όχι καθολικές, βέβαια, αλλά είχε διαφοροποιήσει κάμποσα πράγματα. Η Εγκουέν έδωσε την ίδια απάντηση στη Λελαίν μ’ εκείνη που είχε δώσει στη Ρομάντα, αν και πιο κοφτή κι απότομη, κι η Εμάρα κόντεψε να πέσει καθώς υποκλινόταν κι έσπευδε να βγει από τη σκηνή. Ένας ακόμα κρίκος στον θρύλο της Εγκουέν αλ’Βέρ, της Έδρας της Άμερλιν που έκανε τη Σερέιλε Μπάγκαντ να μοιάζει με αρνάκι.
Μόλις έφυγε η Αποδεχθείσα, η Εγκουέν σήκωσε το χέρι της και κοίταξε συνοφρυωμένη αυτό που έκρυβε. Το διπλωμένο κομμάτι χαρτί που η Τέοντριν είχε ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι ενώ φιλούσε το δαχτυλίδι της. Συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο μόλις το άνοιξε. Το κείμενο που κάλυπτε τη μικρή σελίδα ήταν αποτυπωμένο με ρέοντα μα προσεκτικό γραφικό χαρακτήρα, αλλά στη μία άκρη υπήρχε μια κηλίδα από μελάνι. Η Τέοντριν ήταν πολύ τακτική. Ίσως προσπαθούσε να συμμορφωθεί με τη γενική άποψη περί Καφετιών.
Η Ρομάντα έστειλε δύο αδελφές να Ταξιδέψουν στην Καιρχίν, για να ερευνήσουν κάποιες φήμες που έχουν θορυβήσει τις Κίτρινες Καθήμενες. Δεν ξέρω ακόμα τι είδους φήμες είναι αυτές, Μητέρα, αλλά θα μάθω. Άκουσα κάποια από αυτές να αναφέρει τη Νυνάβε, όχι με την έννοια ότι βρίσκεται κι αυτή στην Καιρχίν, αλλά ότι οι διάφορες διαδόσεις έχουν κάποια σχέση μαζί της.