Η ανόητη γυναίκα είχε υπογράψει το χαρτί με τ’ όνομά της!
«Τι συμβαίνει, Μητέρα;»
Η Εγκουέν αναπήδησε ξαφνιασμένη και μόλις που πρόλαβε να πιάσει το αναδιπλούμενο πόδι του καθίσματος πριν σωριαστεί πάνω στα κιλίμια. Έστρεψε το σκυθρωπό της βλέμμα προς το μέρος της Σιουάν, η οποία μόλις είχε περάσει την υφασμάτινη είσοδο έχοντας τυλιγμένο στο μπράτσο το επώμιο με τα γαλάζια κρόσσια και πιέζοντας πάνω στο στήθος της τον πέτσινο φάκελο. Τα φρύδια της γαλανομάτας γυναίκας ανασηκώθηκαν ελαφρά όταν πρόσεξε το ξάφνιασμα της Εγκουέν.
«Να!» είπε η Εγκουέν νευριασμένα, πετώντας το χαρτί προς το μέρος της. Δεν ήταν ώρα τώρα για ξαφνιάσματα! «Έμαθες για την Κάιρεν;» Φυσικά κι είχε μάθει, αλλά η Εγκουέν συνέχισε. «Έκανες τις αναγκαίες αλλαγές;» Αναγκαίες αλλαγές. Μα το Φως, ακουγόταν εξίσου αλαζονική με τη Ρομάντα. Ναι, τα νεύρα της ήταν σίγουρα τεντωμένα. Την τελευταία στιγμή σκέφτηκε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ και να υφάνει ένα ξόρκι ενάντια στο κρυφάκουσμα. Αφού τοποθετήθηκε το ξόρκι, η Εγκουέν σκέφτηκε πως η σημερινή μέρα ίσως δεν ήταν η κατάλληλη για να σκεφτεί κάποιος ότι έπρεπε να κάνει μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τη Σιουάν.
Η Σιουάν δεν ήταν νευρική. Είχε περάσει μέσα από πολλές φουρτούνες. Καταφέρνοντας να μην πνιγεί, θα ’λεγε κανείς. Για εκείνη, τα πράγματα απλώς σκαμπανέβαζαν ελαφρώς. «Δεν χρειάζεται, Μητέρα, μέχρι τουλάχιστον να βεβαιωθούμε για τις βάρκες», αποκρίθηκε ήρεμα, ακουμπώντας τους φακέλους πάνω στο τραπέζι, στριμώχνοντάς τους ανάμεσα στο μελανοδοχείο και στο σκονισμένο βάζο. «Όσο λιγότερο το σκέφτεται η Μποντ, τόσο λιγότερο θα πανικοβληθεί». Ήρεμη σαν λιμνούλα. Ακόμα και δύο δολοφονημένες αδελφές δεν ήταν ικανές να αναστατώσουν τη Σιουάν. Ούτε ότι έπρεπε να στείλει μια μαθητευόμενη λίγων μηνών προς αντικατάσταση της μίας.
Ωστόσο, ένα συνοφρύωμα ζάρωσε το μέτωπό της καθώς διάβαζε το σημείωμα. «Πρώτα, η Φαολάιν χάνεται από προσώπου γης», γρύλισε κοιτώντας το χαρτί, «και τώρα η Τέοντριν σού δίνει αυτό εδώ, αντί να το φέρει σε μένα. Αυτό το ανόητο κορίτσι έχει λιγότερο μυαλό κι από ψαρόνι! Θα ’λεγε κανείς πως επιδιώκει να προσέξει κάποιος ότι παρακολουθεί τη Ρομάντα για λογαριασμό σου». Η λέξη «παρακολουθεί» ήταν το ευγενικό αντίστοιχο του «κατασκοπεύει». Αμφότερες ήταν ιδιαίτερα εξασκημένες στους ευφημισμούς, κάτι που είχε να κάνει με το γεγονός ότι ήταν Άες Σεντάι. Σήμερα όμως, οι ευφημισμοί εξόργιζαν την Εγκουέν.
«Ίσως θέλει να την ανακαλύψουν. Ίσως έχει κουραστεί να της λέει διαρκώς η Ρομάντα τι να κάνει, τι να λέει και τι να σκέφτεται. Είχα εδώ μια Αποδεχθείσα που χλεύασε το επώμιο της Τέοντριν, Σιουάν».
Η γυναίκα έκανε μια αποπεμπτική χειρονομία. «Η Ρομάντα λέει σε όλους τι να κάνουν και τι να σκέφτονται. Όσον αφορά στα υπόλοιπα, τα πράγματα θα αλλάξουν μόλις η Τέοντριν κι η Φαολάιν ορκιστούν στη Ράβδο των Όρκων. Δεν νομίζω πως θα επιμείνει κανείς να περάσουν τη δοκιμασία του επωμίου. Μέχρι τότε όμως, θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνες τους».
«Δεν αρκεί αυτό, Σιουάν». Η Εγκουέν κατάφερε να διατηρήσει ήπιο τόνο στη φωνή της, αν και κατόπιν προσπάθειας. Αν μη τι άλλο, είχε υποπτευθεί σε τι μπελάδες έβαζε τις δύο γυναίκες όταν τους είπε να γίνουν βδέλλες στη Ρομάντα και στη Λελαίν. Μπορεί να ήταν αναγκαίο να μάθει τι σχεδίαζαν να κάνουν οι Καθήμενες, κάτι που εξακολουθούσε να ισχύει, αλλά είχε και μια ευθύνη απέναντι τους. Ήταν οι πρώτες που είχαν ορκιστεί αφοσίωση απέναντι στο πρόσωπό της και, μάλιστα, με τη θέλησή τους, πράγμα που... «Τα περισσότερα απ’ όσα λέγονται για την Τέοντριν και τη Φαολάιν, ισχύουν και για μένα. Αν δεν τις σέβονται οι Αποδεχθείσες...» Τέλος πάντων, αυτό δεν τη φόβιζε και τόσο. Οι αδελφές ήταν διαφορετικό ζήτημα, ειδικά οι Καθήμενες. «Σιουάν, δεν έχω την παραμικρή ελπίδα ότι θα κατορθώσω να ενώσω τον Πύργο αν οι Άες Σεντάι τρέφουν αμφιβολίες για το πρόσωπό μου».
Η Σιουάν ρουθούνισε δυνατά. «Μητέρα, η Λελαίν κι η Ρομάντα γνωρίζουν ήδη ότι, στην πραγματικότητα, εσύ είσαι η Έδρα της Άμερλιν, ασχέτως αν το παραδέχονται ή όχι. Καμία από τις δύο δεν θα έπαιρνε ποτέ το μέρος της Ντέαν Άριμαν. Έχω την εντύπωση πως αρχίζουν να σε βλέπουν σαν μία άλλη Εντάρνα Νορέγκοβνα».
«Ας είναι», αποκρίθηκε ξερά η Εγκουέν. Η Ντέαν θεωρείτο η σωτήρας του Λευκού Πύργου, ύστεροι από την πανωλεθρία της Μπόνχουιν με τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Η δε Εντάρνα υποτίθεται πως ήταν η ικανότερη γυναίκα πολιτικός που είχε καταφέρει να κερδίσει τη ράβδο και το επιτραχήλιο. Και οι δύο ήταν πανίσχυρες Άμερλιν. «Όπως συνηθίζεις να μου υπενθυμίζεις, όμως, πρέπει να λάβω τα μέτρα μου, για να μην καταντήσω σαν τη Σέιν Τσούνλα». Η Σέιν είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία της ως πολύ ισχυρή Άμερλιν, έχοντας υπό την άγρυπνη εποπτεία της τόσο τον Πύργο όσο και την Αίθουσα, και κατέληξε μαριονέτα που έκανε ό,τι ακριβώς της έλεγαν.