Η Σιουάν ένευσε καταφατικά, εγκρίνοντας τα λόγια της. Πράγματι, το είχε συνήθειο να διδάσκει στην Εγκουέν την ιστορία του Πύργου, αναφέροντας συχνά διάφορες Άμερλιν που καταστράφηκαν εξαιτίας λάθος ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας. «Τέλος πάντων, αυτό είναι άλλο θέμα», μουρμούρισε, χτυπώντας ανάλαφρα το σημείωμα με τα δάχτυλά της. «Ας πιάσω στα χέρια μου την Τέοντριν, και θα την κάνω να ευχόταν να παρέμενε μαθητευόμενη. Το ίδιο ισχύει και για τη Φαολάιν! Αν νομίζουν πως μπορούν να βγάλουν την ουρά τους απ’ έξω, ορκίζομαι να τις σφάξω σαν γουρούνια στο παζάρι!»
«Ποιον θα σφάξεις;» ρώτησε η Σέριαμ καθώς περνούσε μέσα από το ξόρκι, ακολουθούμενη από ένα ρεύμα κρύου αέρα.
Η Εγκουέν κόντεψε να γκρεμιστεί για άλλη μια φορά από το κάθισμά της. Έπρεπε επειγόντως να προμηθευτεί ένα κάθισμα που δεν θα είχε την τάση να αναδιπλώνεται κάθε φορά που κουνιόταν. Θα στοιχημάτιζε πως η Εντάρνα δεν αναπηδούσε σαν να της είχες βάλει σαρανταποδαρούσα στην πλάτη.
«Δεν σε αφορά», είπε ήρεμα η Σιουάν, τοποθετώντας το χαρτί στη φλόγα ενός επιτραπέζιου φανού. Κάηκε γρήγορα, σχεδόν μέχρι τα ακροδάχτυλά της, κι η γυναίκα κονιορτοποίησε τις στάχτες ανάμεσα στις παλάμες της και κατόπιν τις τίναξε. Μονάχα η Εγκουέν, η Σιουάν κι η Ληάνε γνώριζαν την αλήθεια για τη Φαολάιν και την Τέοντριν. Και οι δύο αδελφές, φυσικά, αν κι υπήρχαν αρκετά πράγματα που δεν ήξερε καμιά τους.
Η Σέριαμ δέχθηκε ατάραχα την προσβολή. Η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά έμοιαζε να έχει ανανήψει πλήρως από την κατάρρευσή της στην Αίθουσα. Αν μη τι άλλο, φαινομενικά είχε ανακτήσει την αξιοπρέπειά της, κατά το μεγαλύτερο μέρος τουλάχιστον. Παρατηρώντας τη Σιουάν να καίει το χαρτί, είχε μισοκλείσει τα κυρτά πράσινα μάτια της κι άγγιζε το στενό γαλάζιο επιτραχήλιο που κρεμόταν από τους ώμους της, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν εκεί. Δεν ήταν αναγκασμένη να δεχθεί τις διαταγές της Σιουάν —θα ήταν πολύ σκληρό για την Εγκουέν να βάλει την Τηρήτρια στη θέση της— αλλά η Σέριαμ γνώριζε πολύ καλά ότι κι η Σιουάν δεν ήταν αναγκασμένη να δεχτεί τις διαταγές της, πράγμα που την εξόργιζε τώρα που η γυναίκα ήταν πολύ κατώτερη από την ίδια στη Δύναμη. Την εξόργιζε, επίσης, ότι υπήρχαν μυστικά στα οποία η ίδια δεν είχε γίνει κοινωνός, αλλά έπρεπε να ζήσει με αυτό.
Είχε φέρει κι αυτή ένα χαρτί μαζί της, το οποίο τοποθέτησε στο τραπέζι μπροστά στην Εγκουέν. «Ερχόμενη προς τα εδώ, συνάντησα την Τιάνα, Μητέρα, και της είπα ότι θα σου παρέδιδα αυτό εδώ».
Το «αυτό» ήταν η ημερήσια αναφορά σχετικά με όσες λιποτακτούσαν, κάτι που δεν γινόταν πια κάθε μέρα, ούτε καν κάθε βδομάδα, από τότε που οι μαθητευόμενες είχαν οργανωθεί σε οικογένειες. Οι ξαδέλφες αλληλοϋποστηρίζονταν, έστω κι αν αυτό συνεπαγόταν πολλές απογοητεύσεις και δάκρυα, και κατάφερναν να πείθουν η μία την άλλη να αποφύγει τα χειρότερα λάθη, όπως τη φυγή. Μόνο ένα όνομα υπήρχε γραμμένο στη σελίδα. Νίκολα Τρίχιλ.
Η Εγκουέν αναστέναξε κι άφησε κάτω το χαρτί. Είχε θεωρήσει ότι η απληστία της Νίκολα για μάθηση θα την ανάγκαζε να σκεφτεί πιο λογικά, άσχετα από το πόσο απογοητευμένη θα ένιωθε. Ωστόσο, δεν θα έλεγε ότι λυπόταν με την κατάληξη της. Η Νίκολα δεν είχε ηθικούς ενδοιασμούς και δεν δίσταζε να συνωμοτήσει, να εκβιάσει και να κάνει οτιδήποτε πίστευε πως θα ήταν υπέρ του προσωπικού της συμφέροντος. Το πιθανότερο ήταν πως είχε και κάποια βοήθεια σε αυτό. Η Αράινα δεν το είχε σε τίποτα να κλέψει άλογα για λογαριασμό και των δυο τους και να δραπετεύσουν.
Ξαφνικά, το μάτι της έπεσε στην ημερομηνία πλάι στο όνομα. Για την ακρίβεια, ήταν δύο ημερομηνίες με ερωτηματικά. Οι μήνες σπάνια ονοματίζονταν, κι ακόμα σπανιότερα αριθμούνταν οι ημέρες, εκτός από επίσημα έγγραφα και συνθήκες. Το έγγραφο ήταν υπογεγραμμένο και σφραγισμένο μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες στην πόλη του Ίλιαν τη δωδεκάτη μέρα του Σάβεν του παρόντος Έτους της Χάριτος... Για αναφορές τέτοιας φύσεως ήταν απαραίτητο να γραφτεί και το όνομα της γυναίκας στο βιβλίο μαθητευομένων. Για κοινή χρήση, αρκούσε μια αναφορά πριν ή ύστερα από κάποιου είδους αργία. Οι ημερομηνίες τής φάνηκαν κάπως παράξενες, έτσι καθαρογραμμένες που ήταν. Χρειάστηκε να μετρήσει με τα δάχτυλα για να βεβαιωθεί γι’ αυτό που έβλεπε.
«Δηλαδή, Σέριαμ, η Νίκολα το έχει σκάσει εδώ και τρεις — τέσσερις μέρες κι η Τιάνα το ανέφερε μόλις τώρα; Και δεν είναι καν σίγουρη αν ήταν τρεις μέρες ή τέσσερις;»
«Τη Νίκολα την κάλυψαν οι ξαδέλφες της, Μητέρα». Η Σέριαμ κούνησε θλιμμένα το κεφάλι της. Παραδόξως, το χαμόγελό της μαρτυρούσε πως μάλλον το διασκέδαζε. Ίσως, πάλι, η όλη κατάσταση να της έκανε εντύπωση. «Δεν το έκαναν από αγάπη. Προφανώς, επιδίωκαν το φευγιό του παιδιού και φοβούνταν μην τυχόν κι επιστρέψει. Ήταν αρκετά δεσποτική σχετικά με το Ταλέντο της στην Πρόβλεψη. Φοβάμαι πως η Τιάνα είναι πολύ αναστατωμένη μαζί τους. Καμία δεν θα νιώθει άνετα στην τάξη σήμερα, ίσως και τις επόμενες μέρες. Πολύ το φοβάμαι αυτό. Η Τιάνα λέει πως σκοπεύει να τις μαστιγώνει αντί να τους δίνει πρωινό κάθε μέρα, μέχρι να βρεθεί η Νίκολα, αλλά νομίζω πως τελικά θα μετριάσει τη στάση της. Αφού η Νίκολα το έσκασε αρκετό καιρό πριν πάρουν χαμπάρι το φευγιό της, μπορεί να περάσει κάμποσος χρόνος πριν την εντοπίσουν».