Μόλις έφυγε η Σέριαμ, η Εγκουέν άρχισε να αναρωτιέται για ποιο λόγο είχε έρθει εξ αρχής. Μονάχα για να αναφέρει ότι η Λαρίν θα τιμωρούνταν; Σίγουρα όχι. Ωστόσο, πέρα από το να απαντάει στις ερωτήσεις της Εγκουέν, δεν είχε πει τίποτα άλλο.
Λίγο μετά, κατέφθασε η Μυρέλ, ακολουθούμενη κατά πόδας από τη Μόρβριν. Η Εγκουέν διαισθάνθηκε και τις δύο να ελευθερώνουν την Πηγή πριν εισέλθουν στη σκηνή, αφήνοντας έξω τους Προμάχους τους να περιμένουν. Ακόμα και μια φευγαλέα ματιά μέσα από την υφασμάτινη είσοδο που έκλεινε, αποκάλυπτε πως οι άντρες, παρ’ ότι Πρόμαχοι, έμοιαζαν εξαιρετικά επιφυλακτικοί.
Τα μεγάλα μαύρα μάτια της Μυρέλ άστραψαν μόλις είδε τη Σιουάν, και τα ρουθούνια της τρεμόπαιξαν. Το στρογγυλό πρόσωπο της Μόρβριν παρέμεινε ήρεμο σαν λειασμένη πέτρα, αλλά η γυναίκα άπλωσε τη σκούρα καφετιά φούστα της και με τα δύο χέρια, λες και σκούπιζε κάτι από το πάτωμα. Ίσως ήταν μια ασυναίσθητη κίνηση. Αντίθετα με τη Σέριαμ, οι δύο γυναίκες έπρεπε να αποδεχτούν τις προσταγές της Σιουάν, κάτι που δεν τους άρεσε διόλου. Η Εγκουέν δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους τρίξει τα δόντια, αλλά είχε εμπιστοσύνη στη Σιουάν ενώ, ασχέτως όρκων, δεν εμπιστευόταν ιδιαίτερα τις δύο γυναίκες, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που εμπιστευόταν τη Σιουάν. Επιπλέον, υπήρχαν περιπτώσεις που ήταν εξαιρετικά άβολο —αν όχι εντελώς αδύνατον— να πει στις αδελφές που είχαν ορκιστεί πίστη κι αφοσίωση στο όνομά της να ενεργήσουν μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η Σιουάν μετέφερε τα μηνύματα, οπότε η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι όλοι υπάκουαν στις διαταγές της.
Τις ρώτησε ευθέως για το όνειρό της, αλλά παραδόξως οι ιστορίες τους συμφωνούσαν με εκείνη της Σέριαμ. Οι Σωντσάν βρίσκονταν πολύ μακριά, κι αν άλλαζε κάτι, θα ειδοποιούνταν εγκαίρως. Η ίδια ιστορία μιάμιση βδομάδα τώρα. Και το χειρότερο ήταν πως...
«Τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά αν ζούσε η Ανάγια», σχολίασε η Μόρβριν, ισορροπώντας σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο σκαμνί, μπροστά στο τραπέζι. Παρά τον όγκο της, ισορροπούσε εύκολα και με χάρη. «Η Ανάγια φημιζόταν για τις απόκρυφες γνώσεις της. Προσωπικά, ανέκαθεν πίστευα πως θα έπρεπε να είχε επιλέξει τις Καφετιές. Αν είπε ότι είσαι Ονειρεύτρια...» Έκλεισε με θόρυβο το στόμα της κάτω από το κοφτό βλέμμα της Εγκουέν, κι η Μυρέλ έστρεψε ξαφνικά το ενδιαφέρον της στο να ζεστάνει τα χέρια της στο μαγκάλι.
Ωστόσο, καμιά τους δεν το πίστεψε. Εκτός από τη Σιουάν και τη Ληάνε, καμιά σε ολόκληρο το στρατόπεδο δεν πίστευε πως η Εγκουέν είχε δει αληθινό όνειρο. Η Βάριλιν είχε μεταφέρει την είδηση στο Νταρέιν, θέτοντας τεχνηέντως την Μπεόνιν σε δευτερεύοντα ρόλο και προσφέροντας συνεχείς κι αδιάλειπτες δικαιολογίες σχετικά με το γιατί αδυνατούσε να παράσχει κάποια προειδοποίηση τη συγκεκριμένη στιγμή, κάτι που μπορεί να γινόταν σε λίγες μέρες, όταν οι συζητήσεις θα έβαιναν ομαλότερα, λες κι υπήρχε περίπτωση να μην επρόκειτο για συζητήσεις κλειστού κύκλου μεταξύ αδελφών, που συνήθως κατέληγαν σε μερικά λόγια που προσέβαλαν κάποιες και τις έκαναν να απομακρυνθούν. Οι μόνες που την πίστευαν ήταν η Σιουάν κι η Ληάνε, έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Η Μυρέλ στράφηκε από το μαγκάλι, λες και προσπαθούσε να συγκρατηθεί για να μην ακουμπήσει τα κάρβουνα με τα χέρια της. «Μητέρα, σκεφτόμουν τη μέρα που καταστράφηκε η Σαντάρ Λογκόθ...» Έκοψε απότομα τη ροή των λόγων της και στράφηκε ξανά στο μαγκάλι, καθώς μια γυναίκα με μακρόστενο πρόσωπο και ντυμένη στα γαλάζια πέρασε την υφασμάτινη είσοδο κουβαλώντας ένα τρίποδο σκαμνί με ζωγραφισμένες λαμπερές σπείρες.
Η Μάιγκαν ήταν όμορφη, με μεγάλα μάτια και σαρκώδη χείλη, αν και το πρόσωπό της φάνταζε κάπως μακρουλό. Δεν είχε ψηλό ανάστημα, αλλά τα χέρια της έμοιαζαν μακρόστενα. Ένευσε ψυχρά προς το μέρος της Μόρβριν, αγνοώντας επιδεικτικά τη Μυρέλ. «Σήμερα, έφερα το προσωπικό μου κάθισμα, Μητέρα», είπε, υποκλινόμενη όσο μπορούσε κρατώντας στο ένα χέρι το σκαμνί. «Συγγνώμη που σ’ το λέω, αλλά τα δικά σου είναι κάπως ασταθή».
Δεν έδειξε να εκπλήσσεται που ο θάνατος της Ανάγια σήμαινε ότι το Γαλάζιο Άτζα θα τοποθετούσε κάποια άλλη στην «επιτροπή συμβουλίου» της Εγκουέν, αλλά η γυναίκα ήλπιζε για το καλύτερο μόλις έμαθε ποια θα ήταν. Η Μάιγκαν ήταν μία από τις συμμάχους της Σιουάν όταν η τελευταία ήταν Άμερλιν.
«Θα σε πείραζε να πω στη Σιουάν να μας φέρει λίγο τσάι, Μητέρα;», είπε η Μάιγκαν καθώς βολευόταν στο σκαμνί της. «Θα έπρεπε να έχεις κάποια μαθητευόμενη ή Αποδεχθείσα για τα θελήματα, αλλά κι η Σιουάν καλή είναι».
«Οι μαθητευόμενες έχουν τα μαθήματά τους, Κόρη», αποκρίθηκε η Εγκουέν, «αλλά, ακόμα κι αν υπάρξει συνεννόηση με τις οικογένειες, οι Αποδεχθείσες μόλις που προλαβαίνουν να ασχοληθούν με τα δικά τους μαθήματα». Επιπλέον, κάθε φορά που θα ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως με κάποιον, θα έπρεπε να τη στέλνει έξω στο κρύο, κάτι εξαιρετικά σκληρό για μια μαθητευόμενη που δεν είχε διδαχθεί να αγνοεί τη ζέστη ή την παγωνιά. Επιπλέον, θα έδινε αφορμή στον καθένα να κρυφακούσει, θεωρώντας πως κάτι σημαντικό λέγεται στο εσωτερικό. «Σιουάν, μπορείς, σε παρακαλώ, να μας φέρεις λίγο τσάι; Ένα ζεστό φλιτζάνι είναι ό,τι πρέπει».