Выбрать главу

Η Ρομάντα έκανε μια γκριμάτσα, παρατηρώντας το τσάι της σαν να μην είχε αρκετό μέλι. Ίσως όμως εξέφραζε έτσι την απογοήτευσή της που η Εγκουέν δεν είχε πει περισσότερα. Η γυναίκα μετακινήθηκε κάνω στο σκαμνί της με τον αέρα ξιφομάχου που ετοιμάζεται με τη λάμα προτεταμένη να δεχτεί επίθεση. «Ανέφερες κάτι για το Σόι, Μητέρα. Είπες πως είναι πάνω από χίλια άτομα αντί για μερικές δεκάδες, κι ότι ανάμεσά τους υπάρχουν γυναίκες ηλικίας πεντακοσίων ή εξακοσίων ετών». Η απιθανότητα του πράγματος την έκανε να κουνήσει το κεφάλι της. «Πώς γίνεται κάτι τέτοιο να έχει διαφύγει την προσοχή του Πύργου;» Πιο πολύ προκαλούσε, παρά ρωτούσε.

«Μόνο πρόσφατα μάθαμε πόσες αδέσποτες υπάρχουν μεταξύ των Θαλασσινών», αποκρίθηκε ευγενικά η Εγκουέν. «Και δεν είμαστε καν σίγουρες πόσες είναι στην πραγματικότητα». Αυτή τη φορά, η γκριμάτσα της Ρομάντα έγινε πιο αισθητή. Άλλωστε, η Κίτρινη αδελφή ήταν εκείνη που είχε επιβεβαιώσει εξ αρχής τις εκατοντάδες Θαλασσινές αδέσποτες που ζούσαν στο Ίλιαν. Πρώτο χτύπημα υπέρ της Εγκουέν.

Ωστόσο, ένα χτύπημα δεν ήταν αρκετό για να αποτελειώσει τη Ρομάντα ή, έστω, να την πληγώσει βαριά. «Μόλις τελειώσουμε τη δουλειά μας εδώ, θα χρειαστεί να τις κυνηγήσουμε», είπε με σκληρό τόνο. «Άλλο να αφήσουμε στο Έμπου Νταρ και στην Ταρ Βάλον μερικές δεκάδες από δαύτες, για να μας βοηθήσουν να εντοπίσουμε όσες έχουν λιποτακτήσει, κι άλλο να επιτρέψουμε σε χίλιες αδέσποτες να παραμείνουν... οργανωμένες». Έδειχνε πιότερη περιφρόνηση στη λέξη, ακόμα και στην ίδια την ιδέα των οργανωμένων αδέσποτων παρά σε οποιαδήποτε άλλη λέξη. Η Μυρέλ κι η Μάιγκαν παρακολουθούσαν από κοντά, με τεντωμένα αυτιά. Η Μάιγκαν, μάλιστα, έδειχνε τέτοια ένταση, ώστε σχεδόν έγερνε μπροστά. Καμιά τους δεν ήξερε κάτι παραπάνω από τις ιστορίες που είχε διαδώσει η Εγκουέν, οι οποίες, όπως υπέθεταν όλοι, προέρχονταν από τους κατασκόπους της Σιουάν.

«Είναι αρκετά παραπάνω από χίλιες», διόρθωσε η Εγκουέν, «και καμιά τους δεν είναι αδέσποτη. Πρόκειται για γυναίκες που διώχτηκαν από τον Πύργο, εκτός από λίγες φυγάδες που κατόρθωσαν να αποφύγουν την αιχμαλωσία». Χωρίς να υψώσει τη φωνή της, τόνισε την κάθε λέξη, κοιτώντας τη Ρομάντα κατάματα. «Όπως και να έχει όμως, πώς προτείνεις να κυνηγηθούν; Είναι σκορπισμένες παντού και κάνουν κάθε λογής δουλειά. Το Έμπου Νταρ ήταν το μόνο μέρος που συναντιούνταν ή που συναντούσαν τυχαία άλλους, κι όλες τους το έσκασαν από κει μόλις ήρθαν οι Σωντσάν. Από την εποχή των Πολέμων των Τρόλοκ, το Σόι επέτρεπε στον Πύργο να γνωρίζει μονάχα όσα ήθελε το ίδιο. Δύο χιλιάδες χρόνια κρυμμένα κάτω από τη μύτη του Λευκού Πύργου. Ο αριθμός των μελών του Σογιού αυξήθηκε τη στιγμή που τα αντίστοιχα μέλη του Λευκού Πύργου έφθιναν. Πώς σκοπεύεις να τις ανακαλύψεις τώρα, ανάμεσα σ’ όλες εκείνες τις αδέσποτες εκεί έξω, στις οποίες ο Πύργος ανέκαθεν δεν έδινε σημασία επειδή ήταν "πολύ γερασμένες" για να γίνουν μαθητευόμενες; Έτσι κι αλλιώς, Ρομάντα, οι γυναίκες του Σογιού δεν διαφέρουν. Χρησιμοποιούν τη Δύναμη σχεδόν το ίδιο συχνά με τις Άες Σεντάι, αλλά η ηλικία τους φαίνεται, όπως σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, αν και με πιο αργούς ρυθμούς. Αν επιθυμούν να παραμείνουν κρυμμένες, δεν θα μπορέσουμε να τις βρούμε ποτέ». Τα χτυπήματα της Εγκουέν ήταν απανωτά, ενώ η ίδια δεν είχε δεχτεί κανένα. Μια ελαφριά στρώση ιδρώτα είχε φανεί στο μέτωπο της Ρομάντα, βέβαιη ένδειξη απόγνωσης για μια Άες Σεντάι. Η Μυρέλ στεκόταν ακίνητη, αλλά η Μάιγκαν έμοιαζε έτοιμη να γκρεμιστεί από το σκαμνί της και να φάει τα μούτρα της, άσχετα από τη σταθερότητά του.

Η Ρομάντα έγλειψε τα χείλη της. «Αν διαβιβάζουν, μπορούν να διαμορφώσουν και την εμφάνισή τους. Αν. πάλι, γερνάνε, δεν θα έχουν τη δυνατότητα της συχνής διαβίβασης, αν την έχουν καν. Όπως και να έχει όμως, είναι αδύνατον να ζουν πεντακόσια ή εξακόσια χρόνια!» Τέρμα οι προσποιήσεις.

«Μόνο μία ουσιαστική διαφορά υπάρχει μεταξύ του Σογιού και των Άες Σεντάι», είπε σιγανά η Εγκουέν, αν κι οι λέξεις ακούγονταν ηχηρές. Ακόμα κι η Ρομάντα έμοιαζε να κρατάει την ανάσα της. «Άφησαν τον Λευκό Πύργο πριν ορκιστούν στη Ράβδο των Όρκων». Να, λοιπόν. Το είπε καθαρά και ξάστερα.

Η Ρομάντα τινάχτηκε σαν να είχε δεχθεί θανάσιμο πλήγμα. «Δεν έχεις πάρει τους Όρκους ακόμα», είπε βραχνά. «Σκοπεύεις να τους εγκαταλείψεις; Σκοπεύεις να ζητήσεις από τις αδελφές να τους εγκαταλείψουν;» Η Μυρέλ ή η Μάιγκαν, ίσως κι οι δύο, άφησαν έναν ήχο σαν να τους κοβόταν η αναπνοή.

«Όχι!» είπε κοφτά η Εγκουέν. «Οι Τρεις Όρκοι είναι αυτοί που μας κάνουν Άες Σεντάι, και θα ορκιστώ στη Ράβδο των Όρκων μόλις γίνει δική μας!» Πήρε βαθιά «ανάσα κι άλλαξε ανεπαίσθητα τον τόνο της φωνής της. Έγειρε προς το μέρος της άλλης γυναίκας, προσπαθώντας να την τραβήξει, να την πείσει. Λίγο ακόμα και θα άπλωνε το χέρι της. «Όπως έχουν τα πράγματα, οι αδελφές αποσύρονται για να περάσουν ήσυχα τα τελευταία τους χρόνια, Ρομάντα. Δεν θα ήταν καλύτερα αν αυτά τα χρόνια δεν ήταν τα τελευταία τους; Αν οι αδελφές αποσύρονταν στο Σόι, θα μπορούσαν να ενώσουν το Σόι με τον Πύργο, οπότε δεν θα υπήρχε λόγος να εξαπολύσουμε ένα μάταιο κυνήγι». Το είχε πάει πολύ μακριά το πράγμα. Είχε έρθει η ώρα να κάνει και το τελευταίο βήμα. «Η Ράβδος των Όρκων μπορεί να δεσμεύσει, αλλά και να αποδεσμεύσει».