Δεν ήξερε καν πόση ώρα απέμεινε να κοιτάει εκείνο το κομμάτι χαρτί με το όνομα που είχε γραμμένο επάνω του, αλλά όταν η Σιουάν επέστρεψε, είχε πάρει την απόφασή της. Ήταν μια αυστηρή αφέντρα, που δεν ευνοούσε τις συμπάθειες.
«Έδιωξες τη Ληάνε και την Μποντ;» ρώτησε.
«Πριν από δύο ώρες τουλάχιστον, Μητέρα. Η Ληάνε ανέλαβε να παραδώσει την Μποντ κι ύστερα θα έπλεε κατάντη του ποταμού».
Η Εγκουέν συγκατάνευσε. «Σέλωσε τον Ντάισαρ, σε παρακαλώ...» Όχι. Κάποιοι θα είχαν αναγνωρίσει ήδη το άλογο της Άμερλιν, ίσως πολλοί. Δεν υπήρχε χρόνος για διαφωνίες κι επεξηγήσεις. Δεν είχε χρόνο να υποστηρίξει σθεναρά την εξουσία της. «Σέλωσε την Μπέλα και συνάντησέ με στη γωνία των δύο δρόμων που κατευθύνονται βόρεια». Και την Μπέλα, όμως, την ήξεραν σχεδόν όλοι, όπως επίσης και το άλογο της Σιουάν.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις, Μητέρα;» ρώτησε ανήσυχα η Σιουάν.
«Λίγη ιππασία. Και μη μιλήσεις πουθενά γι’ αυτό, Σιουάν». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στα μάτια της άλλης γυναίκας κι έμεινε καρφωμένο εκεί. Η Σιουάν είχε υπάρξει Άμερλιν, οπότε ήταν ικανή να κοιτάει για ώρα ακόμα και μια πέτρα. Τώρα, Άμερλιν ήταν η Εγκουέν. «Πουθενά, Σιουάν. Πήγαινε τώρα. Βιάσου». Με το μέιωπό της ακόμη ζαρωμένο, η Σιουάν έσπευσε να απομακρυνθεί.
Μόλις έμεινε μόνη, η Εγκουέν τράβηξε το επιτραχήλιο από τον λαιμό της το δίπλωσε προσεκτικά και το έχωσε στο πουγκί της ζώνης της. Ο μανδύας της ήταν ανθεκτικός κι από μαλλί καλής ποιότητας, αν κι απέριττος. Χωρίς το επιτραχήλιο να κρέμεται από την κουκούλα της, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε.
Το μονοπάτι μπροστά από το γραφείο ήταν άδειο, φυσικά, αλλά από τη στιγμή που διέσχισε τον παγωμένο δρόμο, προχώρησε μέσα από το οικείο, λευκό ποτάμι των μαθητευομένων, διάστικτο πού και πού από Αποδεχθείσες κι Άες Σεντάι. Οι μαθητευόμενες έπεφταν στο ένα γόνατο χωρίς να επιβραδύνουν, ενώ οι Αποδεχθείσες υποκλίνονταν καθώς περνούσε μόλις παρατηρούσαν πως η φούστα κάτω από τον μανδύα της δεν ήταν λευκή με ρίγες, οι δε Άες Σεντάι προχωρούσαν γλιστρώντας κατά μήκος του δρόμου, με τα πρόσωπά τους κρυμμένα μέσα στις κουκούλες τους. Αν παρατηρούσε κανείς πως δεν ακολουθούνταν από Πρόμαχο, δεν έτρεχε και τίποτα, καθότι αρκετές αδελφές στερούνταν Προμάχων. Άσε που δεν ήταν όλες κυκλωμένες από το λαμπερό φωτοστέφανο του σαϊντάρ. Ίσως οι περισσότερες, αλλά όχι όλες.
Δυο δρόμους πιο μακριά από το γραφείο, σταμάτησε στην άκρη του ξύλινου μονοπατιού που ξεμάκραινε από την ασταμάτητη ροή των βιαστικών γυναικών. Προσπάθησε να μη δείξει δυσφορία. Ο ήλιος έγερνε στον ορίζοντα, μια χρυσή μπάλα που την κάρφωνε η ακανόνιστη κορυφή του Όρους του Δράκοντα. Η σκιά του βουνού απλωνόταν ήδη στο στρατόπεδο, ρίχνοντας πάνω στις σκηνές μια απογευματινή θαμπάδα.
Τελικά, η Σιουάν εμφανίστηκε καβάλα στην Μπέλα. Η δασύτριχη μικροκαμωμένη φοράδα προχωρούσε ακλόνητη πάνω στον γλιστερό δρόμο, αλλά η Σιουάν είχε γαντζωθεί στα γκέμια και στη σέλα σαν να φοβόταν μην τυχόν κι έπεφτε. Μπορεί όντως να φοβόταν. Η Σιουάν ήταν μια από τις χειρότερες καβαλάρισσες που είχε δει ποτέ της η Εγκουέν. Μόλις ξεπέζεψε, με τη φούστα της ανακατωμένη και μουρμουρώντας βλαστήμιες, έμοιαζε ανακουφισμένη που κατέβηκε ζωντανή. Η Μπέλα χλιμίντρισε μόλις αναγνώρισε την Εγκουέν. Τραβώντας ξανά την τσαλακωμένη της κουκούλα, η Σιουάν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Εγκουέν ύψωσε προειδοποιητικά το χέρι της πριν η άλλη προλάβει να πει λέξη. Μπορούσε σχεδόν να διακρίνει τη λέξη «Μητέρα» στα χείλη της Σιουάν. Το πιθανότερο ήταν πως θα το έλεγε αρκετά δυνατά για να ακουστεί σε απόσταση πενήντα βημάτων.
«Μην το πεις πουθενά», είπε μαλακά η Εγκουέν. «Ούτε υπονοούμενα κι υπαινιγμούς». Έτσι, ήταν καλυμμένη. «Κάνε παρέα στην Τσέσα μέχρι να επιστρέψω. Δεν θέλω ν’ ανησυχήσει».
Η Σιουάν ένευσε κάπως απρόθυμα. Τα χείλη της είχαν πάρει μια κατσούφικη έκφραση. Η Εγκουέν θεώρησε πολύ σοφό εκ μέρους της που της είπε περί «υπονοούμενων» κι «υπαινιγμών». Αφήνοντας την πάλαι ποτέ Έδρα της Άμερλιν να μοιάζει με μουτρωμένο κοριτσάκι, σκαρφάλωσε απαλά στη σέλα της Μπέλα.
Αρχικά, χρειάστηκε να αναγκάσει τη φοράδα να κάνει μικρά βήματα, αφ’ ενός λόγω των παγωμένων αυλακώσεων στους δρόμους του καταυλισμού κι αφ’ ετέρου επειδή όλοι θα αναρωτιούνταν αν είδαν τη Σιουάν να ιππεύει την Μπέλα και να προχωράει καλπάζοντας. Προσπάθησε να μιμηθεί τη Σιουάν, λικνιζόμενη κάπως αβέβαια και γραπωμένη με το ένα χέρι, μερικές φορές και με τα δύο, από το ψηλό μπροστάρι της σέλας, κάτι που την έκανε να αισθάνεται σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί. Η Μπέλα στριφογύρισε το κεφάλι της και την κοίταξε. Ήξερε καλά ποια ήταν στη ράχη της, όπως ήξερε επίσης ότι η Εγκουέν ήταν ικανότερη στην ιππασία. Η Εγκουέν συνέχισε να μιμείται τη Σιουάν, προσπαθώντας να μη σκέφτεται προς τα πού βρισκόταν ο ήλιος. Συνέχισε έτσι σε όλη τη διαδρομή, μέχρι να βγει από το στρατόπεδο, πέρα από τις καρότσες που σχημάτιζαν σειρές και μέχρι που τα πρώτα δέντρα την έκρυψαν από τις σκηνές και τις άμαξες.