Выбрать главу

Κατόπιν, έσκυψε πάνω από το μπροστάρι και βύθισε το πρόσωπό της στη χαίτη της Μπέλα. «Με κουβάλησες μακριά από τους Δύο Ποταμούς», ψιθύρισε. «Μπορείς να τρέξεις το ίδιο γρήγορα και τώρα;» Ίσιωσε το κορμί της και τη σπιρούνισε στα πλευρά.

Η Μπέλα αδυνατούσε να καλπάσει όπως ο Ντάισαρ, αλλά τα γεροδεμένα της πόδια ανακάτευαν το χιόνι. Έσερνε άμαξες κάποτε, δεν ήταν ποτέ δρομέας ή πολεμικό άλογο, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε, τεντώνοντας μπροστά τον λαιμό της τόσο θαρραλέα όσο ο Ντάισαρ. Η Μπέλα κάλπαζε κι ο ήλιος γλιστρούσε ολοένα στον ορίζοντα, λες κι ο ουρανός είχε ξαφνικά αλειφτεί με γράσο. Η Εγκουέν είχε σκύψει χαμηλά στη σέλα της και παρότρυνε τη φοράδα να συνεχίσει να τρέχει. Ένας αγώνας δρόμου με αντίπαλο τον ήλιο, στον οποίο η Εγκουέν ήξερε ότι δεν θα κέρδιζε. Ακόμα, όμως, κι αν δεν κατόρθωνε να νικήσει τον ήλιο, υπήρχε χρόνος. Οι φτέρνες της χτυπούσαν τα πλευρά της Μπέλα σε συγχρονισμό με τον καλπασμό της και το ζώο έτρεχε.

Το λυκόφως κυλούσε πάνω από τα κεφάλια τους και, λίγο πριν έρθει το σκοτάδι, η Εγκουέν πρόσεξε την αντανάκλαση της σελήνης στα νερά του Ερινίν. Υπήρχε χρόνος. Βρισκόταν σχεδόν στο σημείο όπου είχε σταθεί με τον Ντάισαρ και τον Γκάρεθ, παρακολουθώντας τα ποταμόπλοια να κυλούν προς την Ταρ Βάλον. Τράβηξε τα χαλινάρια της Μπέλα κι αφουγκράστηκε.

Σιγαλιά. Κι έπειτα, μια πνιχτή βλαστήμια. Σιγανά μουγκρητά και τριξίματα από άντρες που έσερναν ένα βαρύ φορτίο πάνω στο χιόνι, πασχίζοντας να κάνουν ησυχία. Η Εγκουέν έστρεψε την Μπέλα μέσα από τα δέντρα, προς το μέρος όπου ακούγονταν οι ήχοι. Οι σκιές αναδεύτηκαν κι άκουσε τον απαλό ψίθυρο του ατσαλιού που γλιστράει από το θηκάρι.

Κατόπιν, ακούστηκε το μουρμουρητό ενός άντρα που μιλούσε σχεδόν μέσα από τα δόντια του. «Το ξέρω αυτό το πόνυ. Είναι μία από τις αδελφές. Αυτή που λένε ότι ήταν Άμερλιν, αν και δεν της μοιάζει. Δεν είναι μεγαλύτερη από αυτή που λένε πως είναι τώρα Άμερλιν».

«Η Μπέλα δεν είναι πόνυ», αποκρίθηκε η Εγκουέν με κατσαρή φωνή. «Πηγαίνετέ με στην Μποντ Κώθον».

Μια ντουζίνα άντρες ξεπήδησαν μέσα από τις νυχτερινές σκιές των δέντρων και κύκλωσαν την ίδια και την Μπέλα. Φαίνεται πως την είχαν περάσει για τη Σιουάν, αλλά δεν είχε σημασία. Γι’ αυτούς, μια Άες Σεντάι ήταν πάντα μια Άες Σεντάι, και την οδήγησαν στο σημείο όπου η Μποντ ήταν καβάλα σ’ ένα άλογο ελάχιστα ψηλότερο από την Μπέλα, κρατώντας έναν σκούρο μανδύα γύρω από το κορμί της. Το φόρεμά της ήταν επίσης σκούρο. Το λευκό θα ξεχώριζε έντονα μέσα στη νύχτα.

Η Μποντ αναγνώρισε την Μπέλα κι άπλωσε το χέρι της, για να ξύσει χαϊδευτικά το αυτί της φοράδας, όταν η Εγκουέν εμφανίστηκε δίπλα της.

«Θα παραμείνεις εδώ», είπε ήσυχα η Εγκουέν. «Όταν γίνει η δουλειά, μπορείς να επιστρέψεις μαζί μου».

Η Μποντ τίναξε το χέρι της προς τα πίσω σαν κάτι να την τσίμπησε, ακούγοντας τη φωνή της Εγκουέν. «Γιατί;» ρώτησε, χωρίς να απαιτεί αναγκαστικά μια απάντηση. Αυτό, τουλάχιστον, το είχε μάθει καλά. «Μπορώ να το κάνω. Η Ληάνε Σεντάι μού το εξήγησε και νομίζω πως μπορώ να τα καταφέρω».

«Το ξέρω ότι μπορείς, αλλά όχι τόσο καλά όσο εγώ. Όχι ακόμα, τουλάχιστον». Ακουγόταν περισσότερο σαν κριτική για κάτι που η άλλη γυναίκα δεν είχε κερδίσει ακόμα. «Είμαι έδρα της Άμερλιν, Μποντ, και μερικές αποφάσεις μονάχα εγώ μπορώ να τις πάρω. Δεν θα ζητούσα ποτέ από μια μαθητευόμενη να κάνει κάποια πράγματα που εγώ μπορώ να κάνω καλύτερα». Τα λόγια της δεν ήταν και τόσο ήπια, αλλά πώς να εξηγήσει σχετικά με τη Λαρίν και τη Νίκολα ή για την τιμή που απαιτούσε ο Λευκός Πύργος για όλες τις κόρες; Μια Άμερλιν δεν θα μπορούσε ποτέ να το εξηγήσει αυτό σε μια μαθητευόμενη, η οποία με τη σειρά της δεν ήταν έτοιμη να το μάθει.

Παρά το σκοτάδι, η στάση της Μποντ μαρτυρούσε ότι δεν είχε καταλάβει και πολλά πράγματα, αλλά είχε μάθει να μη διαφωνεί με Άες Σεντάι. Όπως ακριβώς είχε μάθει ότι η Εγκουέν ήταν Άες Σεντάι. Τα υπόλοιπα θα τα μάθαινε εν καιρώ. Υπήρχε αρκετός χρόνος στον Πύργο για να διδαχτεί.

Η Εγκουέν ξεπέζεψε κι έδωσε τα χαλινάρια της Μπέλα σ’ έναν από τους στρατιώτες. Κατόπιν, ανασήκωσε τη φούστα της για να βαδίσει στο χιόνι, κατευθυνόμενη προς το μέρος απ’ όπου ακούγονταν οι ήχοι από κάτι που έσερναν με κόπο. Ήταν μια μεγάλη κωπηλατική βάρκα, που την έσερναν και την τραβούσαν πάνω στο χιόνι σαν έλκηθρο. Ένα ογκώδες έλκηθρο, που έπρεπε να το μανουβράρουν ανάμεσα στα δέντρα, αν κι οι βλαστήμιες λιγόστεψαν από τη στιγμή που οι άντρες αντιλήφθηκαν ότι η γυναίκα τούς ακολουθούσε από κοντά. Οι περισσότεροι άντρες πρόσεχαν πολύ τα λόγια τους παρουσία μιας Άες Σεντάι, κι ακόμα κι αν αδυνατούσαν να δουν το πρόσωπό της μέσα από το σκοτάδι και τη βαθιά κουκούλα που το κάλυπτε, ποιος άλλος θα ερχόταν τέτοια ώρα στο ποτάμι; Αλλά ακόμα κι αν ήξεραν ότι δεν ήταν η ίδια γυναίκα που σκόπευε να τους συνοδεύσει αρχικά, ποιος θα τολμούσε να ρωτήσει μια Άες Σεντάι;