Выбрать главу

Απίθωσαν μαλακά τη βάρκα στο ποτάμι, προσέχοντας να μην κάνει παφλασμούς, κι έξι άντρες σκαρφάλωσαν επάνω της για να τοποθετήσουν τα κουπιά στους τυλιγμένους με κουρέλια σκαρμούς. Οι άντρες ήταν ξυπόλητοι, για να αποφευχθεί ο ήχος της μπότας που σέρνεται πάνω στις σανίδες του σκαριού. Ακόμα και πλεούμενα μικρότερου μεγέθους μπορούσαν να διασχίσουν αυτά τα νερά, αλλά απόψε έπρεπε να δαμάσουν τα ρεύματα. Ένας από τους άντρες της όχθης άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να μπει μέσα, κι η Εγκουέν βολεύτηκε σε ένα κάθισμα της πλώρης, σφίγγοντας τον μανδύα πάνω στο κορμί της. Η βάρκα απομακρύνθηκε από την όχθη με μια κίνηση σαν να γλισχρούσε, σιωπηλά εκτός από τον αμυδρό ήχο του στροβιλίσματος των κουπιών πάνω στα νερά.

Η Εγκουέν κοιτούσε μπροστά, προς τον Νότο και την Ταρ Βάλον. Τα λευκά τείχη λαμπύριζαν στο δυνατό φως του φεγγαριού που βρισκόταν στη χάση του, ενώ τα φωτισμένα από τους φανούς παράθυρα έδιναν στην πόλη μια θαμπή λάμψη, λες κι ολάκερο το νησί περιβαλλόταν από σαϊντάρ. Ο Λευκός Πύργος ξεχώριζε ακόμα και στο σκοτάδι, με τα φωτισμένα παράθυρα κι ολόκληρο τον όγκο του να λαμπυρίζει υπό το σεληνόφως. Κάτι άστραψε διαγώνια του φεγγαριού κι η Εγκουέν ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Για μια στιγμή, σκέφτηκε πως ίσως ήταν κάποιο Ντραγκχάρ, φριχτό θέαμα —ειδικά για απόψε— αλλά τελικά κατέληξε πως δεν ήταν παρά μια νυχτερίδα. Η άνοιξη ήταν κοντά κι οι νυχτερίδες είχαν αρχίσει τις εξορμήσεις. Σφίγγοντας τον μανδύα ακόμα περισσότερο πάνω στο κορμί της, ατένισε την πόλη που πλησίαζε ολοένα.

Καθώς τα ψηλά τείχη του Βόρειου Λιμανιού δέσποζαν μπροστά από τη βάρκα, οι κωπηλάτες άλλαξαν την πορεία του σκαριού, έτσι ώστε η πλώρη μόλις που απέφυγε να ακουμπήσει τον τοίχο δίπλα από την είσοδο του λιμανιού. Η Εγκουέν σχεδόν άπλωσε το χέρι της για να αποφύγει την ωχρή πέτρα, προτού η βάρκα προσκρούσει στο τοίχωμα. Ο πνιχτός ήχος σίγουρα ακούστηκε από τους στρατιώτες που φυλούσαν σκοπιά. Τα κουπιά, ωστόσο, άφησαν έναν ελάχιστο, κελαρυστό ήχο καθώς έκαναν πίσω, κι η βάρκα σταμάτησε στο σημείο όπου η γυναίκα μπορούσε να αγγίξει την ογκώδη σιδερένια αλυσίδα που έκλεινε το λιμάνι, με τους τεράστιους κρίκους να λαμπυρίζουν αμυδρά από το γράσο με το οποίο ήταν αλειμμένοι.

Ωστόσο, δεν ήταν ανάγκη να την αγγίξει, ούτε να περιμένει ιδιαίτερα. Αγκάλιασε το σαϊντάρ κι αντιλήφθηκε, αν κι ελάχιστα, τη γεμάτη ζωή ανατριχίλα που την κατέκλυσε πριν ακόμα φτιάξει τις υφάνσεις. Γη, Φωτιά κι Αέρας κύκλωσαν την αλυσίδα. Η Γη κι η Φωτιά την άγγιζαν. Το μαύρο σίδερο άστραψε κι έγινε λευκό σε όλη την έκταση της εισόδου του λιμανιού.

Μόλις που πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ότι κάποιος, όχι πολύ μακριά, είχε αγκαλιάσει την Πηγή εκεί πάνω, στα τείχη. Την επόμενη στιγμή, κάτι χτύπησε τη βάρκα και την ίδια. Ξαφνικά, ένιωσε το παγωμένο νερό να την περιτριγυρίζει, γεμίζοντας τη μύτη και το στόμα της. Κατόπιν, σκοτάδι.

Η Εγκουέν αισθάνθηκε κάτι σκληρό κάτω από το κορμί της. Άκουγε γυναικείες φωνές, γεμάτες ταραχή. «Ξέρεις ποια είναι αυτή;»

«Μπα; Βλέπω ότι απόψε τα πήγαμε καλύτερα απ’ όσο υπολογίζαμε».

Κάτι ακούμπησε το στόμα της κι η Εγκουέν αισθάνθηκε τη ζεστασιά να σταλάζει μέσα της, έχοντας μια αδιόρατη γεύση μέντας. Κατάπιε αντανακλαστικά, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο παγωμένη ήταν και πόσο έτρεμε. Τα μάτια της τρεμόπαιξαν και τα άνοιξε. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο πρόσωπο της γυναίκας που κρατούσε το κεφάλι της και την κούπα. Τα φανάρια που βάσταζαν οι στρατιώτες που την περιστοίχιζαν ανέδιδαν αρκετό φως για να ξεχωρίσει καθαρά αυτό το πρόσωπο. Ένα πρόσωπο θαλερό. Βρισκόταν στο εσωτερικό του Βόρειου Λιμανιού.

«Έτσι μπράβο, κορίτσι μου», είπε ενθαρρυντικά η Άες Σεντάι. «Κατέβασέ το όλο. Για την ώρα, η δόση είναι αρκετά ισχυρή».

Η Εγκουέν πάσχισε να κάνει πέρα την κούπα, προσπάθησε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά το μόνο που ένιωσε ήταν να βυθίζεται στο σκοτάδι. Τς είχαν στήσει καρτέρι. Κάποιος την είχε προδώσει. Ποιος, όμως;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μια Απάντηση

Ο Ραντ κοιτούσε έξω από το παράθυρο τη βροχή που έπεφτε με σταθερό ρυθμό από τον γκρίζο ουρανό. Άλλη μια καταιγίδα στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου. Το Δρακότειχος. Σκέφτηκε πως η άνοιξη θα ερχόταν σύντομα. Πάντα ερχόταν η άνοιξη. Μπορεί να ερχόταν νωρίτερα εδώ, στο Δάκρυ, απ’ ό,τι στην πατρίδα του, αλλά προς το παρόν δεν υπήρχε κάποια ένδειξη. Οι διχαλωτές αστραπές φώτιζαν τον ουρανό με ένα ασημογάλαζο χρώμα και πέρασαν λίγες στιγμές πριν ακουστεί ο βρόντος του κεραυνού. Μακρινές αστραπές. Οι πληγές στα πλευρά του πονούσαν. Μα το Φως, οι ερωδιοί που σημάδευαν τις παλάμες του πονούσαν κι αυτοί, έπειτα από τόσον καιρό.