«Μου ζητήθηκε να αναφέρω οτιδήποτε ασυνήθιστο», είπε στον αέρα, μολονότι εκείνη που της το είχε ζητήσει ήταν η Σαμίτσου. Πιθανότατα, είχε υπ’ όψιν της τη λογομαχία των δύο γυναικών σχεδόν ταυτόχρονα με τις ίδιες. Ελάχιστα απ’ όσα συνέβαιναν στο παλάτι διέφευγαν την αντίληψή της. «Πληροφορήθηκα την ύπαρξη ενός Ογκιρανού στην κουζίνα. Φαίνεται πως, μαζί με έναν νεαρό, ενδιαφέρονται να δουλέψουν ως χτίστες, αν και ποτέ μου δεν άκουσα Ογκιρανούς και ανθρώπους χτίστες να συνεργάζονται αρμονικά. Το δε Στέντιγκ Τσόφου με είχε πληροφορήσει πως κανείς χτίστης από οποιοδήποτε στέντιγκ δεν θα είναι διαθέσιμος στο άμεσο μέλλον όταν ρωτήσαμε... σχετικά με το θέμα». Η παύση μόλις που έγινε αισθητή, η δε σοβαρή έκφραση που είχε χαραχτεί στο πρόσωπό της δεν άλλαξε στο ελάχιστο, αλλά τα μισά κουτσομπολιά αναφορικά με την επίθεση στο Παλάτι του Ήλιου έλεγαν πως ήταν ενέργεια του αλ’Θόρ, και τα άλλα μισά την απέδιδαν στις Άες Σεντάι. Υπήρχαν και κάποιες ιστορίες που ανέφεραν τους Αποδιωγμένους, αλλά μόνο συναρτήσει του αλ’Θόρ ή των Άες Σεντάι.
Σουφρώνοντας σκεπτικά τα χείλη της, η Σαμίτσου προσπάθησε να ξεχάσει το μπέρδεμα που δημιουργούσαν οι Καιρχινοί σε ό,τι άγγιζαν. Δεν είχε νόημα να αρνηθεί την ανάμειξη των Άες Σεντάι. Οι Τρεις Όρκοι ίσχυαν μέχρι στιγμής σε μια πόλη όπου ένα απλό «ναι» ή «όχι» ήταν αρκετό να προκαλέσει πέντε-έξι αντικρουόμενες φήμες. Αλλά, Ογκιρανοί... Στην κουζίνα του παλατιού σπάνια γινόταν δεκτός κάποιος τυχάρπαστος, αλλά οι μάγειροι δεν θα είχαν αντίρρηση να προσφέρουν ένα ζεστό γεύμα σε έναν Ογκιρανό, απλώς και μόνο για την παραδοξότητα να τον παρακολουθούν. Τον τελευταίο χρόνο, οι Ογκιρανοί είχαν γίνει πιο ασυνήθιστοι απ’ ό,τι συνήθως. Κατά καιρούς, έβλεπες μερικούς από δαύτους, αλλά απομακρύνονταν με τέτοια ταχύτητα που άρμοζε μόνο στον λαό τους, και σπάνια σταματούσαν σε ένα μέρος, παρά μόνο για έναν σύντομο ύπνο. Σπανιότατα συνταξίδευαν με ανθρώπους, πόσω μάλλον δούλευαν μαζί. Το συγκεκριμένο ζευγάρι, ωστόσο, τσιγκλούσε το μυαλό της. Ελπίζοντας πως, ό,τι κι αν ήταν, θα το θυμόταν κάποια στιγμή με μεγαλύτερη διαύγεια, άνοιξε το στόμα της για να κάνει μερικές ακόμα ερωτήσεις.
«Ευχαριστώ, Κοργκάιντε», είπε η Σασέιλ χαμογελώντας. «Στάθηκες πολύ χρήσιμη, αλλά θα είχες την καλοσύνη να μας αφήσεις τώρα;» Η αναιδής συμπεριφορά απέναντι στην Κάτοχο των Κλειδιών ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να κοιμάσαι σε βρώμικα σεντόνια, να τρως άνοστα φαγητά, να βρίσκεις τα δοχεία νυκτός γεμάτα στο δωμάτιό σου, να χάνεις τα γράμματά σου και, γενικά, να ζεις μια μίζερη ζωή, γεμάτη δυσκολίες, και να κυλιέσαι στη λάσπη πασχίζοντας να τα φέρεις βόλτα, αλλά φαίνεται πως αυτό το χαμόγελο ήταν αρκετό για να αφαιρέσει τη δριμύτητα από τα λόγια της προς την Κοργκάιντε. Η γκριζομάλλα γυναίκα έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, συγκατανεύοντας, και για άλλη μία φορά έκανε μια αδιόρατη υπόκλιση. Πλέον, ήταν προφανές ότι απευθυνόταν στη Σασέιλ.
Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να κλείσει η πόρτα πίσω από την γκριζομάλλα γυναίκα, κι η Σαμίτσου ακούμπησε με τόση δύναμη την ασημιά κούπα πάνω στον δίσκο, ώστε το ζεστό κρασί έπεσε πάνω στον καρπό της, και στράφηκε προς το μέρος της Κόκκινης αδελφής. Ήταν έτοιμη να χάσει κάθε έλεγχο απέναντι στην Άιλιλ, και τώρα το ίδιο το Παλάτι του Ήλιου έμοιαζε να της ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια! Όσο πιθανό ήταν η Κοργκάιντε να βγάλει φτερά και να πετάξει, άλλο τόσο πιθανό ήταν να παραμείνει σιωπηλή αναφορικά με όσα είχε δει, τα δε λόγια της σίγουρα θα σκορπίζονταν παντού στο παλάτι, μολύνοντας και τον τελευταίο υπηρέτη, και τον κατώτερο σταβλίτη. Η τελευταία της αυτή υπόκλιση έκανε ξεκάθαρο τι περνούσε από το μυαλό της. Μα το Φως, η Σαμίτσου μισούσε την Καιρχίν! Τα έθιμα κι οι καλοί τρόποι μεταξύ των αδελφών ήταν βαθιά ριζωμένα, αλλά η Σασέιλ δεν είχε και τόσο ψηλή θέση ώστε να την αναγκάσει να κρατήσει το στόμα της κλειστό μπροστά σε αυτή την καταστροφή, και σκόπευε να μιλήσει έξω από τα δόντια.
Ωστόσο, συνοφρυώθηκε κοιτώντας το πρόσωπο της Σασέιλ —κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που το έβλεπε πραγματικά— και τότε κατάλαβε άξαφνα γιατί την ενοχλούσε τόσο, γιατί δυσκολευόταν να κοιτάξει κατάματα την Κόκκινη αδελφή. Το πρόσωπο που αντίκριζε δεν ανήκε πια σε μια Άες Σεντάι, δεν ήταν ένα πρόσωπο εκτός χρόνου κι ηλικίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να ανιχνεύσουν το βλέμμα μέχρι να τους το υποδείξεις, αλλά για μια άλλη αδελφή ήταν καταφανές. Ίσως είχαν απομείνει μερικά ψήγματα, λεπτομέρειες που έκαναν τη Σασέιλ να φαίνεται ομορφότερη απ’ όσο πράγματι ήταν, αλλά ήταν ολοφάνερο πως η γυναίκα ήταν κάποιας ηλικίας, περίπου μεσήλικη. Η συνειδητοποίηση αυτή έδεσε κόμπο τη γλώσσα της Σαμίτσου.