Πρώτη Υφάντρια: Ο τίτλος αυτός δίνεται στην επικεφαλής του Κίτρινου Άτζα. Επί του παρόντος, τον τίτλο αυτό κατέχει η Σουάνα Ντράγκαντ στον Λευκό Πύργο. Μέχρι στιγμής, η Σουάνα Σεντάι είναι η μία εκ των δύο αρχηγών των Άτζα που κατέχει θέση στην Αίθουσα του Πύργου.
Προφήτης, ο: Επισήμως, είναι ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα. Κάποτε, ήταν γνωστός ως Μασέμα Ντάγκαρ, Σιναρανός στρατιώτης, κι όταν έγινε μάρτυρας μιας αποκάλυψης, έκρινε πως του είχε ανατεθεί να διαδώσει τον λόγο της Αναγέννησης του Δράκοντα. Πιστεύει πως τίποτα —απολύτως τίποτα!— δεν είναι σημαντικότερο από την αποδοχή του Αναγεννημένου Δράκοντα ως ενσάρκωσης του Φωτός και από την προετοιμασία για το κέλευσμά του. Αυτός κι οι ακόλουθοί του είναι αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να αναγκάσουν τον κόσμο να ψάλει τη δόξα του Αναγεννημένου Δράκοντα. Απαρνούμενος κάθε όνομα εκτός από το «Προφήτης», έσπειρε το χάος στο μεγαλύτερο μέρος της Γκεάλνταν και της Αμαδισία, μεγάλες περιοχές των οποίων ελέγχει.
Σάρα: Μυστηριώδης περιοχή που απλώνεται ανατολικά της Ερημιάς του Άελ. Η περιοχή προστατεύεται τόσο από αφιλόξενα, φυσικά χαρακτηριστικά, όσο και από τείχη. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για το Σάρα, μια και οι κάτοικοί του κάνουν το παν για να κρατήσουν κρυφή την κουλτούρα τους. Αρνούνται ότι επηρεάστηκαν από τους Πολέμους των Τρόλοκ, παρά τις αντίθετες δηλώσεις των Αελιτών. Αρνούνται επίσης ότι ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος επιχείρησε να εισβάλει στα μέρη τους, παρά τις αναφορές και τις μαρτυρίες των Θαλασσινών που τον είδαν με τα ίδια τους τα μάτια. Οι λίγες πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει αποκαλύπτουν ότι κυβερνώνται από έναν απόλυτο μονάρχη, τη Σ’μπόαν, αν πρόκειται για γυναίκα, ή τον Σ’μποτέι, αν πρόκειται για άντρα. Ο μονάρχης αυτός κυβερνά εφτά χρόνια ακριβώς κι έπειτα πεθαίνει. Η εξουσία μεταβιβάζεται στον σύντροφό του, που κυβερνάει επίσης εφτά χρόνια κι έπειτα πεθαίνει. Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται από την εποχή του Τσακίσματος του Κόσμου. Οι Σαράνιοι πιστεύουν πως ο θάνατος είναι «Θέλημα Σχεδίου».
Στο Σάρα υπάρχουν και διαβιβαστές, γνωστοί ως Αγιάντ, οι οποίοι αποκτούν τατουάζ στα πρόσωπά τους αμέσως μόλις γεννηθούν. Οι γυναίκες Αγιάντ θεσπίζουν ιδιαίτερα σκληρούς νόμους. Μια σεξουαλική σχέση μεταξύ ενός Αγιάντ και μιας μη-Αγιάντ τιμωρείται με τον θάνατο της μη-Αγιάντ, αλλά μπορεί να εκτελεστεί και ο ίδιος ο Αγιάντ, αν αποδειχτεί ότι ενήργησε βιαίως. Αν από την ένωση προέλθει παιδί, αφήνεται εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσεως και πεθαίνει. Οι αρσενικοί Αγιάντ χρησιμεύουν μόνο στην αναπαραγωγή. Όταν φτάσουν στο εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους ή αρχίσουν να διαβιβάζουν —άσχετα από το ποιο θα συμβεί πρώτο— σκοτώνονται από τις γυναίκες Αγιάντ και τα σώματά τους αποτεφρώνονται. Υποθετικά, οι Αγιάντ διαβιβάζουν τη Μία Δύναμη μόνο κατόπιν εντολής της Σ’μπόαν ή του Σ’μποτέι, που είναι περικυκλωμένη/ος από γυναίκες Αγιάντ.
Ακόμα και το όνομα της περιοχής παραμένει αμφίβολο. Είναι γνωστό ότι οι ντόπιοι την αποκαλούν με πολλές διαφορετικές ονομασίες, όπως Σαμάρα, Κο’ντανσίν, Τομάκα, Κιγκάλι και Σιμπούγια.
σέι’μοσίεβ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «χαμηλωμένο βλέμμα» ή «αποκαρδιωμένο βλέμμα». Μεταξύ των Σωντσάν, το να πεις ότι κάποιος έγινε σέι’μοσίεβ σημαίνει «χάθηκε». Δες επίσης σέι’τάερ.
σέι’τάερ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «ευθύ βλέμμα» ή «ήρεμο βλέμμα». Μεταξύ των Σωντσάν, ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την αγνότητα και την αξιοπρέπεια κάποιου, καθώς και την ικανότητά του να κοιτάζει κατάματα. Είναι δυνατόν να «είσαι» ή να «γεννηθείς» σέι’τάερ, υπό την έννοια ότι είσαι αγνός και αξιοπρεπής από γεννησιμιού σου, αλλά μπορείς και να «αποκτήσεις» ή να «χάσεις» αυτόν τον τίτλο. Δες επίσης σέι’μοσίεβ.
Σεν αν Κάλχαρ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού». (1) Μία θρυλική ομάδα ηρώων που ανδραγάθησαν και τελικά πέθαναν προστατεύοντας τη Μανέθερεν, όταν η περιοχή καταστράφηκε στη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ. (2) Στρατιωτικός σχηματισμός που επινοήθηκε σχεδόν τυχαία από τον Ματ Κώθον κι οργανώθηκε στα πρότυπα των στρατιωτικών δυνάμεων σε μια χρονική στιγμή που θεωρείται η κορύφωση της στρατιωτικής τέχνης, την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, δηλαδή, και στους αιώνες που προηγήθηκαν.
σο’τζίν: Η πλησιέστερη μετάφραση από την Παλιά Γλώσσα θα το απέδιδε ως «να υψώσεις το ανάστημά σου ανάμεσα στους ευτελείς», αν και μερικοί το μεταφράζουν ως «ο ουρανός κι η πεδιάδα», ανάμεσα στ’ άλλα. Ο όρος σο’τζίν χρησιμοποιείται μεταξύ των Σωντσάν για να περιγράψει τις κληρονομικά ανώτερες τάξεις των υπηρετών, οι οποίοι, στην ουσία, δεν είναι παρά ντα’κοβάλε, ιδιοκτησία κάποιου δηλαδή, κατέχουν ωστόσο θέσεις εξουσίας και συχνά ισχύος. Ακόμα κι η Γενιά δεν έχει πολλές δοσοληψίες με τους σο’τζίν της Αυτοκρατορικής Οικογένειας, ενώ στους σο’τζίν της Αυτοκράτειρας απευθύνονται ως ίσοι προς ίσους. Δες επίσης Γενιά, η, και ντα’κοβάλε.