«Τζάαλαμ», είπε ο Ιτουράλντε, «για να δούμε τι μας περιμένει στο κυνηγετικό καταφύγιο της Αρχόντισσας Οσάνα». Καθώς σπιρούνισε τον Νταρτ, οι υπόλοιποι έσπευσαν να τον ακολουθήσουν.
Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό κι άρχισε την κάθοδό του ενώ οι άντρες κάλπαζαν. Τα σκοτεινά σύννεφα του Βορρά πλησίασαν και το κρύο έγινε τσουχτερό. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν προερχόταν από τις οπλές των αλόγων, που συνέθλιβαν την κρούστα του χιονιού. Εκτός από την παρουσία των ιδίων, το δάσος φάνταζε άδειο. Δεν παρατήρησε πουθενά τους φρουρούς για τους οποίους είχε μιλήσει ο Ντόντζελ. Η άποψη του συγκεκριμένου άντρα για το τι μπορεί να παρατηρήσει κάποιος από απόσταση ενός μιλίου διέφερε από των περισσοτέρων. Φυσικά, θα τον περίμεναν και θα τον παρακολουθούσαν, για να βεβαιωθούν πως δεν τον ακολουθεί ολόκληρος στρατός. Κι αυτό, άσχετα από το αν τους είχε δώσει το Λευκό Σιρίτι ή όχι. Μάλιστα, αρκετοί από δαύτους είχαν αρκετούς λόγους για να στολίσουν με βέλη το κορμί του Ρόντελ Ιτουράλντε. Μπορεί ένας άρχοντας να θεωρούσε το Λευκό Σιρίτι ενέχυρο για τους άντρες του, αλλά δεν ήταν διόλου σίγουρο πως θα ένιωθαν όλοι τους δεσμευμένοι. Υπάρχουν φορές που δεν έχεις επιλογή για το αν θα πάρεις ένα ρίσκο ή όχι.
Λίγο μετά το απόγευμα, το περιβόητο κυνηγετικό καταφύγιο της Οσάνα ξεπρόβαλε ξαφνικά μέσα από τα δέντρα, μια μάζα από ξεθωριασμένους πύργους και λυγερόκορμους, μυτερούς θόλους, που θα ταίριαζαν αρκετά καλά ανάμεσα στα παλάτια του Μπάνταρ Έμπαν. Το κυνήγι που διοργάνωνε γινόταν πάντα για άντρες ή για εξουσία, ενώ τα τρόπαια της ήταν πολυάριθμα κι αξιοπρόσεκτα, παρά τη σχετικά μικρή της ηλικία. Τα «κυνήγια» που είχαν λάβει χώρα εδώ θα προκαλούσαν έκπληξη ακόμα και στους πρωτευουσιάνους. Το οίκημα ήταν παρατημένο πια. Τα σπασμένα παράθυρα έχασκαν σαν στόματα με πριονισμένα δόντια. Καμία αχτίδα φωτός, καμία κίνηση. Ωστόσο, το χιόνι που κάλυπτε το ανοιχτό έδαφος γύρω από το καταφύγιο είχε ποδοπατηθεί από άλογα. Οι διακοσμημένες κι επικαλυμμένες με μπρούντζο πύλες της κεντρικής αυλής έχασκαν ανοιχτές κι ο Ιτουράλντε πέρασε μέσα χωρίς να επιβραδύνει, ακολουθούμενος από τους άντρες του. Οι οπλές των αλόγων κροτάλισαν πάνω στο λιθόστρωτο, εκεί όπου το χιόνι είχε μεταβληθεί σε βόρβορο από τα ποδοβολητά.
Κανείς υπηρέτης δεν εμφανίστηκε για να τους προϋπαντήσει, όχι ότι ο Ιτουράλντε περίμενε κάτι τέτοιο. Η Οσάνα είχε χαθεί νωρίς, όταν ξέσπασαν οι φασαρίες που ταρακούνησαν το Άραντ Ντόμαν, σαν σκυλί που ταρακουνάει ποντικό, κι οι υπηρέτες της μετακινήθηκαν γρήγορα σε άλλους άρχοντες του οίκου της, κάνοντας όποια δουλειά έβρισκαν πρόχειρη. Εκείνες τις μέρες, όσοι δεν είχαν κάποιον αφέντη, ή λιμοκτονούσαν ή γίνονταν ληστές. Ή Δρακορκισμένοι. Ξεπεζεύοντας μπροστά στην πλατιά μαρμάρινη σκάλα, στην άλλη άκρη της αυλής, ο Ιτουράλντε παρέδωσε τα γκέμια του Νταρτ σε κάποιον από τους άντρες του, ενώ ο Τζάαλαμ διέταξε τους άντρες να βρουν απάγκιο για τους ίδιους και τα άλογά τους. Κοιτώντας ερευνητικά τους μαρμάρινους εξώστες και τα φαρδιά παράθυρα που κύκλωναν την αυλή, οι άντρες άρχισαν να κινούνται επιφυλακτικά, λες και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να βρεθούν μ’ ένα βέλος καρφωμένο ανάμεσα στις ωμοπλάτες τους. Δύο από τις πόρτες του στάβλου ήταν ελαφρώς μισάνοιχτες, αλλά, παρά την παγωνιά, οι άντρες χωρίστηκαν ανάμεσα στις γωνίες της αυλής, μαζεμένοι κοντά-κοντά μαζί με τ’ άλογά τους, απ’ όπου μπορούσαν να παρακολουθούν προς κάθε κατεύθυνση. Στη χειρότερη περίπτωση, ίσως μερικοί να τα κατάφερναν.
Ο Ιτουράλντε έβγαλε τα γάντια του, τα τοποθέτησε μέσα από τη ζώνη του κι ήλεγξε τα σιρίτια του καθώς άρχισε να ανηφορίζει τα σκαλοπάτια μαζί με τον Τζάαλαμ. Το χιόνι που είχε ποδοπατηθεί κι είχε παγώσει ξανά έτριζε κάτω από τις μπότες του. Απέφυγε να ρίχνει ματιές τριγύρω και κοιτούσε ευθεία μπροστά. Έπρεπε να δείχνει αυτοπεποίθηση, σαν να μην υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να συμβεί κάτι άλλο πέρα απ’ όσα περίμενε. Η εμπιστοσύνη είναι το κλειδί για τη νίκη. Αν η αντίπαλη μεριά πιστεύει πως νιώθεις μεγάλη σιγουριά για τον εαυτό σου, είναι σαν να τη νιώθεις πραγματικά. Στην κορυφή της σκάλας, ο Τζάαλαμ άνοιξε μια ψηλή, σκαλιστή πόρτα σπρώχνοντας τον επιχρυσωμένο κρίκο. Ο Ιτουράλντε άγγιξε με το δάχτυλό του την ελιά του προσώπου του, για να βεβαιωθεί πως ήταν στη θέση της —μια και τα μάγουλά του ήταν τόσο παγωμένα, που είχε πάψει να νιώθει το μαύρο, βελουδένιο άστρο που ήταν κολλημένο επάνω τους— κι ύστερα πέρασε στο εσωτερικό. Απέπνεε τόση αυτοπεποίθηση λες και πήγαινε σε χορό.