Выбрать главу

Όσα ήταν γνωστά περί των σιγανεμένων γυναικών ανήκαν λίγο-πολύ στον χώρο των διαδόσεων, καθότι οι πιο πολλές το έσκαγαν και κρύβονταν από τις υπόλοιπες αδελφές, και τελικά πέθαιναν. Συνήθως μάλιστα, πέθαιναν σύντομα. Η έλλειψη του σαϊντάρ ήταν αβάσταχτη και δεν μπορούσαν να αντέξουν πολύ καιρό χωρίς αυτό. Βέβαια, τα πιο πολλά δεν ήταν παρά κουτσομπολιά. Απ’ όσο γνώριζε κι η ίδια, καμία δεν είχε τα κότσια να επιχειρήσει να μάθει κάτι παραπάνω. Αν και σπάνια το παραδέχονταν, ο φόβος φώλιαζε στις σκοτεινότερες γωνιές του μυαλού οποιασδήποτε αδελφής, η οποία τρόμαζε στην ιδέα πως κάποια απρόσμενη στιγμή στο μέλλον μπορεί να την περίμενε η ίδια τύχη, κι έτσι ήταν εξαιρετικά απρόθυμη να μάθει κάτι περισσότερο. Ακόμα κι οι Άες Σεντάι έκαναν τα στραβά μάτια όταν δεν ήθελαν να προσέξουν κάτι. Πάντως, οι συγκεκριμένες φήμες επέμεναν, μολονότι δεν συζητιούνταν σχεδόν ποτέ κι ήταν πάντα τόσο αόριστες, ώστε δεν μπορούσες να θυμηθείς πού τις είχες πρωτακούσει, αμυδροί ψίθυροι που απλώνονταν γύρω στον χώρο. Μια από τις φήμες που μισοθυμόταν η Σαμίτσου μιλούσε για μια γυναίκα που σιγανεύτηκε κι έπειτα ξανάνιωσε, αφού φυσικά κατόρθωσε να επιβιώσει. Μέχρι τώρα, κάτι τέτοιο φάνταζε τελείως παράλογο. Η Σασέιλ μπορεί να είχε ανακτήσει την ικανότητα της διαβίβασης, αλλά δεν σημαίνει πως είχε ανακτήσει τα πάντα. Για άλλη μία φορά, έπρεπε να δουλέψει πολύ με τη Δύναμη, επί χρόνια ολόκληρα, για να ξανακερδίσει το πρόσωπο που θα υποδήλωνε σε οποιαδήποτε αδελφή που θα την έβλεπε ξεκάθαρα πως επρόκειτο για μια Άες Σεντάι. Θα τα κατάφερνε όμως; Έμοιαζε αναπόφευκτο, αλλά οι πληροφορίες σταματούσαν εδώ. Επιπλέον, αν είχε αλλάξει το πρόσωπό της, είχε αλλάξει άραγε κι οτιδήποτε άλλο επάνω της; Η Σαμίτσου αισθάνθηκε ένα ρίγος πιο έντονο από αυτό που θα της προκαλούσε η σκέψη του σιγανέματος. Μάλλον καλά έκανε που προσπαθούσε να μάθει με πολύ προσεκτικά βήματα τους τρόπους Θεραπείας του Ντάμερ.

Ψηλαφώντας το Αελίτικο περιδέραιό της, η Σασέιλ δεν έμοιαζε να έχει πάρει χαμπάρι το παράπονο της Σαμίτσου, ούτε το γεγονός πως την περιεργαζόταν. «Μπορεί αυτό να μη σημαίνει τίποτα, ή μπορεί να δικαιολογεί μια επί μέρους εξέταση», είπε, «αλλά η Κοργκάιντε απλώς ανέφερε όσα άκουσε. Αν είναι να μάθουμε κάτι περισσότερο, πρέπει να το φροντίσουμε οι ίδιες». Χωρίς να πει κάτι άλλο, μάζεψε τη φούστα της και κίνησε να βγει από το δωμάτιο, αφήνοντας τη Σαμίτσου να αναρωτιέται αν έπρεπε να την ακολουθήσει ή να παραμείνει πίσω. Ήταν ανυπόφορο! Ωστόσο, ούτε για αστείο δεν θα μπορούσε να παραμείνει πίσω.

Η Σασέιλ δεν ήταν πολύ ψηλότερη, αλλά η Σαμίτσου αναγκάστηκε να επιταχύνει για να την προλάβει, καθώς η Κόκκινη γλιστρούσε γοργά κατά μήκος των φαρδιών διαδρόμων με τους τετραγωνισμένους θόλους. Ούτε λόγος για να την ξεπεράσει, εκτός κι αν προτιμούσε να τρέξει. Έβγαζε καπνούς από τον θυμό της, αν και παρέμεινε σιωπηλή, σφίγγοντας τα δόντια. Το να τσακωθεί δημοσίως με μια άλλη αδελφή ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ανάρμοστο. Ακόμα χειρότερα, ήταν αναμφίβολα ανώφελο. Άσε που έτσι θα έσκαβε ακόμα περισσότερο τον λάκκο της. Ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία να κλωτσήσει κάτι.

Οι όρθιοι φανοί, τοποθετημένοι ανά διαστήματα, φώτιζαν αρκετά ακόμα κατ τα σκοτεινότερα μέρη του διαδρόμου, αλλά οι τοίχοι δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο χρώμα, ούτε καμιά διακόσμηση, πέρα από τις περιστασιακές ταπετσαρίες που απεικόνιζαν τα πάντα με έναν μεθοδικό τρόπο, άσχετα αν έδειχναν κυνηγημένα ζώα ή ευγενείς να μάχονται ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Σε μερικές εσοχές των τοίχων είχαν τοποθετηθεί χρυσά στολίδια ή πορσελάνες των Θαλασσινών, ενώ σε κάποιους διαδρόμους είχαν σκαλιστεί ζωφόροι στα γείσα, αχρωμάτιστες οι περισσότερες. Αυτό ήταν όλο. Οι Καιρχινοί έκρυβαν τη χλιδή από την κοινή θέα, όπως κι οτιδήποτε άλλο. Οι υπηρέτες κι οι υπηρέτριες που, ίδιες ορδές μυρμηγκιών, πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα πάνω-κάτω κατά μήκος των διαδρόμων, φορούσαν λιβρέες στο χρώμα του κάρβουνου, εκτός από όσους υπηρετούσαν τους ευγενείς που κατοικούσαν στο παλάτι, οι οποίοι συγκριτικά με τους άλλους φάνταζαν λαμπεροί, με τα εμβλήματα των Οίκων κεντημένα πάνω στα στήθη και στους γιακάδες τους, ενώ τα μανίκια κάποιων από αυτούς ήταν σημαδεμένα με τα χρώματα του αντίστοιχου Οίκου. Ένας-δυο από δαύτους φορούσαν πανωφόρι ή φόρεμα με τα χρώματα του Οίκου, κι έμοιαζαν σαν ξενομερίτες ανάμεσα στους υπόλοιπους. Πάντως, όλοι τους κυκλοφορούσαν με χαμηλωμένο βλέμμα και καλά-καλά δεν σταματούσαν ούτε για μια σύντομη υπόκλιση στις δύο αδελφές που τους προσπερνούσαν. Το Παλάτι του Ήλιου είχε ανάγκη από αρκετές εκατοντάδες υπηρέτες, κι όλοι τους έτρεχαν πάνω-κάτω για να προλάβουν τις αγγαρείες του πρωινού.