Στους διαδρόμους περιδιάβαιναν κι ευγενείς, που υποκλίνονταν επιφυλακτικά στις Άες Σεντάι καθώς τις προσπερνούσαν, με ένα είδος χαιρετισμού που ισορροπούσε ανάμεσα στην ψευδαίσθηση της ισότητας και της πραγματικής σχέσης μεταξύ τους, μιλώντας χαμηλόφωνα για να μην ακουστούν πιο πέρα. Έτσι, επικύρωναν το παλιό γνωμικό που έλεγε πως, σε παράξενους καιρούς, συναναστρέφεσαι με παράξενους ανθρώπους. Προς το παρόν, πάντως, οι παλιές εχθρότητες παραμερίζονταν μπροστά στους νέους κινδύνους. Να τώρα δυο-τρεις ωχροί Καιρχινοί άρχοντες, που φορούσαν σκούρα μεταξένια πανωφόρια με λεπτές χρωματιστές λωρίδες στην πρόσοψη, έχοντος ξυρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους και πουδραρισμένο στα πρότυπα των στρατιωτών, οι οποίοι σουλατσάριζαν πλάι-πλάι με άλλους τόσους μελαψούς Δακρυνούς, ψηλότερους μέσα στα φανταχτερά τους πανωφόρια με τα φουσκωτά λωριδωτά μανίκια. Να και μια Δακρυνή αρχόντισσα με έναν εφαρμοστό σκούφο ραμμένο με πετράδια, έναν πολύχρωμο χρυσοποίκιλτο μανδύα και κολάρο από ξεθωριασμένη δαντέλα να περπατάει πιασμένη χέρι-χέρι με μια κοντύτερη Καιρχινή αριστοκράτισσα, που τα μαλλιά της σχημάτιζαν έναν περίτεχνο πύργο που έφτανε ψηλότερα από το κεφάλι της συντρόφου της. Φορούσε μια γκρίζα, μαυριδερή δαντέλα κάτω από το πηγούνι της, ενώ στενές λωρίδες με τα χρώματα του Οίκου της κρέμονταν από το μπροστινό μέρος της φαρδιάς φούστας της από σκούρο μετάξι. Όλοι τους έδιναν την εντύπωση επιστήθιων φίλων κι έμπιστων συντρόφων.
Κάποια ζευγάρια φάνταζαν κάπως πιο παράξενα από άλλα. Τον τελευταίο καιρό, μερικές γυναίκες συνήθιζαν να φορούν ξενοπρεπή ρούχα, χωρίς να τους νοιάζει προφανώς που τα βλέμματα των αντρών έπεφταν επάνω τους, ενώ ακόμα κι οι υπηρέτες συγκρατούνταν να μην κοιτάξουν. Σφιχτά παντελόνια και πανωφόρια που μετά βίας έκρυβαν τους γοφούς θεωρούνταν ακατάλληλα ρούχα για γυναίκα, ασχέτως αν είχε καταβληθεί προσπάθεια για να φανεί το πλούσιο κέντημα ή για τον στολισμό του πανωφοριού με πολύτιμες πέτρες. Τα βαριά περιδέραια και τα βραχιόλια κι οι καρφίτσες, από τις οποίες ξεπηδούσαν φουντωτά χρωματιστά φτερά, απλώς έκαναν ακόμα πιο έντονη την παραδοξότητα. Οι δε μπότες με τα φανταχτερά χρώματα και με τα τακούνια που προσέθεταν ακόμα μια παλάμη στο ύψος των γυναικών, έδιναν την εντύπωση πως ήταν έτοιμες να σωριαστούν κάτω με το κάθε λικνιστό τους βήμα.
«Εκανδαλώδες», μουρμούρισε η Σασέιλ, παρατηρώντας ένα ζευγάρι τέτοιων γυναικών και τινάζοντας τη φούστα της σε ένδειξη δυσαρέσκειας.
«Σκανδαλώδες», μουρμούρισε κι η Σαμίτσου πριν προλάβει να συγκρατηθεί, και κατόπιν έκλεισε το στόμα της ερμητικά και με τόση δύναμη, που έτριξαν τα δόντια της. Έπρεπε να προσέχει τα λόγια της. Το να εκφράζει τη συμφωνία της επειδή απλώς και μόνο συμφωνούσε ήταν μια συνήθεια που έπρεπε να εξαλείψει, ειδικά όσον αφορά τη Σασέιλ.
Ωστόσο, δεν σταμάτησε να κοιτάει πάνω από τον ώμο της, προς το ζευγάρι των γυναικών, αποδοκιμάζοντάς τες, παρ’ όλο που ήταν και λίγο παραξενεμένη. Έναν χρόνο πριν, η Αλαίην Σούλιαντρεντ κι η Φιόντα Αναρίζ θα μαλλιοτραβιούνταν ή μάλλον θα έβαζαν τους οπλίτες τους να φαγωθούν μεταξύ τους. Από την άλλη όμως, ποιος περίμενε να δει τον Μπέρτομ Σάιγκαν να βαδίζει γαλήνια πλάι-πλάι με τον Γουίραμον Σανιάγκο, και μάλιστα χωρίς κανέναν από τους δύο να απλώνει χέρι στο εγχειρίδιο της ζώνης του; Παράξενοι καιροί, παράξενες συναναστροφές. Αναμφίβολα, έπαιζαν το Παιχνίδι των Οίκων, κάνοντας διάφορους ελιγμούς για να αποκτήσουν πλεονέκτημα, όπως πάντα, αν κι οι διαχωριστικές γραμμές που κάποτε ήταν χαραγμένες στην πέτρα, έμοιαζαν τώρα να έχουν χαραχτεί σε υδάτινη επιφάνεια. Πολύ παράξενοι καιροί.
Η κουζίνα βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο του Παλατιού του Ήλιου, πάνω από το έδαφος κι από την πίσω μεριά, ένα συνονθύλευμα από πέτρινα δωμάτια με δοκάρια στις οροφές που περιστοίχιζαν μια μακρόστενη αίθουσα δίχως παράθυρα, γεμάτη σιδερένιες θερμάστρες, τούβλινους φούρνους και τζάκια επενδυμένα με πέτρα, ενώ η ζέστη ήταν αρκετή για να κάνει κάποιον να ξεχάσει ότι έξω χιόνιζε ή ότι ήταν καν χειμώνας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι κάθιδροι μάγειροι κι οι βοηθοί τους, ντυμένοι με σκούρα ρούχα κάτω από τις λευκές ποδιές τους, όπως και κάθε άλλος υπηρέτης του παλατιού, θα πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω για να ετοιμάσουν το μεσημεριανό, ζυμώνοντας φρατζόλες πάνω σε μακρόστενα, μαρμάρινα τραπέζια στρωμένα με αλεύρι ή αλείφοντας μεγάλα κομμάτια κρέατος ζώων και πουλιών που ψήνονταν στις σούβλες των τζακιών. Τώρα όμως, τα μόνα ζωντανά που κινούνταν στον χώρο ήταν μερικά κοπρόσκυλα που προσπαθούσαν να δαγκώσουν κανένα κοψίδι. Μέσα στα καλάθια, τα γογγύλια και τα καρότα ήταν ακόμα αξεφλούδιστα κι άκοφτα, ενώ γλυκές και μυρωδάτες οσμές αναδίδονταν από ανέγγιχτα δοχεία με σάλτσες. Ακόμα κι οι λαντζιέρηδες, αγόρια και κορίτσια που σκούπιζαν κρυφά τα πρόσωπά τους πάνω στις ποδιές τους, στέκονταν λίγο πιο έξω από μια ομάδα γυναικών που είχαν μαζευτεί γύρω από ένα τραπέζι. Από την είσοδο, η Σαμίτσου πρόσεξε το πίσω μέρος από το κεφάλι ενός Ογκιρανού που υψωνόταν πάνω από τις γυναίκες έτσι όπως ήταν καθισμένος πάνω στο τραπέζι, ψηλότερος από οποιονδήποτε ψηλό άντρα και με φαρδύτερους ώμους. Οι Καιρχινοί, βέβαια, ήταν σε γενικές γραμμές κοντοί, κάτι που έκανε τον Ογκιρανό να φαντάζει ακόμα ψηλότερος. Η Σαμίτσου άγγιξε το χέρι της Σασέιλ κι αυτή, πράγμα παράξενο, σταμάτησε αμέσως χωρίς να διαμαρτυρηθεί.