«...χάθηκε έτσι απότομα, χωρίς καμία ένδειξη για το πού πήγε;» ρωτούσε ο Ογκιρανός, με φωνή βροντώδη και βαθιά, λες και γινόταν σεισμός. Τα μεγάλα φουντωτά του αυτιά, που εξείχαν μέσα από τα μαύρα του μαλλιά, τα οποία έπεφταν έως το ψηλό του κολάρο, τινάζονταν ανήσυχα μπρος-πίσω.
«Έλα πια, σταμάτα να μιλάς διαρκώς γι’ αυτόν, Αφέντη Λένταρ», ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας, τρεμουλιαστή αλλά καλά εξασκημένη. «Ένας ξιπασμένος ήταν. Διέλυσε το μισό παλάτι με τη Μία Δύναμη, να τι έκανε. Είναι ικανός να σε κοιτάξει και να σου παγώσει το αίμα, για να μην πω ότι μπορεί να σε σκοτώσει κιόλας. Χιλιάδες πέθαναν από το χέρι του. Δεκάδες χιλιάδες! Ουφ, δεν έχω καμιά διάθεση να μιλάω γι’ αυτόν».
«Για κάποιον που δεν του αρέσει να μιλάει για κάτι, Έλντριντ Μέθιν, είπε κοφτά μια άλλη γυναίκα, «εσύ δεν λες και τίποτ’ άλλο». Εύσωμη κι αρκετά ψηλή για Καιρχινή, σχεδόν στο ύψος της Σαμίτσου, και με μερικές πλεξούδες γκρίζων μαλλιών να ξεφεύγουν από τον άσπρο δαντελωτό της σκούφο, θα πρέπει να ήταν η αρχιμαγείρισσα, γιατί όπου και να κοιτούσε η Σαμίτσου, έβλεπε πρόσωπα να νεύουν συγκατανεύοντας, να ξεσπάνε στα γέλια και να λένε «Μια χαρά τα λες, Κυρά Μπελνταίρ» με έναν ιδιαίτερα συκοφαντικό τρόπο. Οι υπηρέτες είχαν τις δικές τους ιεραρχίες, αυστηρές όσο και του ίδιου του Πύργου.
«Αλλά δεν είναι δέον να κουτσομπολεύουμε κάτι τέτοιο, Αφέντη Λένταρ», συνέχισε η σφριγηλή γυναίκα. «Πρόκειται για δουλειές που αφορούν στις Άες Σεντάι, κι όχι σ’ εμένα και σ’ εσένα. Πες μας κι άλλα για τις Μεθόριες Χώρες. Έχεις πράγματι δει Τρόλοκ;»
«Άες Σεντάι», μουρμούρισε ένας άντρας. Κρυμμένος από το πλήθος, γύρω από το τραπέζι, θα πρέπει να ήταν ο σύντροφος του Λένταρ. Η Σαμίτσου δεν διέκρινε μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες ανάμεσα στο προσωπικό της κουζίνας σήμερα το πρωί. «Για πες μου, στ’ αλήθεια πιστεύεις πως δεσμεύουν τους άντρες για τους οποίους μιλάς, αυτούς τους Άσα’μαν; Ως Προμάχους; Κι αυτός που πέθανε; Ποτέ δεν εξήγησες πώς έγινε αυτό».
«Μα τον σκότωσε ο Αναγεννημένος Δράκοντας», άρχισε να λέει η Έλντριντ. «Άλλωστε, ως τι άλλο θα μπορούσε μια Άες Σεντάι να δεσμεύσει έναν άντρα; Ω, πόσο τρομεροί είναι αυτοί οι Άσα’μαν! Σε κοιτάνε και γίνεσαι πέτρα. Με το που θα δεις κάποιον από δαύτους, τον αναγνωρίζεις αμέσως, ξέρεις. Τα μάτια τους είναι τρομακτικά και λάμπουν».
«Σιωπή, Έλντριντ», είπε με σταθερή φωνή η Κυρά Μπελνταίρ. «Μπορεί να επρόκειτο για Άσα’μαν, Αφέντη Άντερχιλ, αλλά μπορεί κι όχι. Ίσως να ήταν δεσμευμένοι, ίσως κι όχι. Το μόνο που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας εγώ, αλλά κι οποιοσδήποτε άλλος, είναι ότι ήταν μαζί του». Η έμφαση στη φωνή της έκανε ξεκάθαρο σε ποιον αναφερόταν. Μπορεί η Έλντριντ να θεωρούσε φοβερό και τρομερό τον Ραντ αλ’Θόρ, αλλά ετούτη εδώ η γυναίκα ούτε να τον ονοματίσει δεν ήθελε. «Και μόλις έφυγε αυτός, οι Άες Σεντάι άρχισαν να τους λένε τι να κάνουν, κι αυτοί το έκαναν. Φυσικά, κανείς δεν είναι τόσο τρελός για να μην κάνει ό,τι λέει μια Άες Σεντάι. Όπως και να έχει, έφυγαν όλοι τους. Προς τι όλο αυτό το ενδιαφέρον για την αφεντιά τους, Αφέντη Άντερχιλ; Μήπως πρόκειται για Αντορινό όνομα;»
Ο Λένταρ έριξε πίσω το κεφάλι του κι άρχισε να γελάει, ένα στεντόρειο γέλιο που γέμισε το δωμάτιο. Τα αυτιά του τινάζονταν βίαια μπρος πίσω. «Πράγματι, θέλουμε να μαθαίνουμε τα πάντα για τα μέρη που επισκεπτόμαστε, Κυρά Μπελνταίρ. Ανέφερες κάτι για τις Μεθόριες Χώρες; Λοιπόν, μπορεί να κάνει κρύο εδώ, αλλά στις Μεθόριες Χώρες είδαμε δέντρα να ανοίγουν σαν καρύδια στη φωτιά εξαιτίας της παγωνιάς. Μπορεί εδώ να κατεβαίνουν παγωμένοι όγκοι από τα ανάντη του ποταμού, αλλά εμείς είδαμε ποτάμια πλατιά όσο ο Αλγκουένυα να παγώνουν, κι εμπόρους να αναγκάζονται να τα διασχίζουν με φορτωμένες καρότσες, όπως επίσης κι άντρες να ψαρεύουν ανοίγοντας τρύπες σε πάγο πάχους σχεδόν μιας πιθαμής. Τη νύχτα, εμφανίζονται στον ουρανό ολόκληρα φωτεινά σεντόνια που μοιάζουν να σπινθηρίζουν, αρκετά λαμπερά για να κρύβουν τα άστρα, και...»