Выбрать главу

Ακόμα κι η Κυρά Μπελνταίρ έγερνε προς το μέρος του Ογκιρανού, απορροφημένη από τα λόγια του, αλλά ένας από τους νεαρούς λαντζιέρηδες, πολύ κοντός για να βλέπει πάνω από τους ενήλικες, έριξε μια ματιά πίσω του και τα φωτεινά του μάτια γούρλωσαν όταν έπεσαν πάνω στη Σαμίτσου και στη Σασέιλ. Το βλέμμα του καθηλώθηκε επάνω τους, μαγνητισμένο λες, αλλά άρχισε να ψαχουλεύει με το χέρι του μέχρι να βρει το μανίκι της Κυράς Μπελνταίρ και να το τραβήξει. Την πρώτη φορά, η γυναίκα τον έκανε πέρα χωρίς να κοιτάξει τριγύρω. Με το δεύτερο τράβηγμα, έστρεψε το κεφάλι της αγριωπή, αλλά το αγριεμένο της ύφος χάθηκε μέσα σε μια στιγμή μόλις είδε κι αυτή τις Άες Σεντάι.

«Η Χάρη μαζί σας, Άες Σεντάι», είπε, πασχίζοντας να μαζέψει βιαστικά, κι υποκλινόμενη, τα ατημέλητα μαλλιά της κάτω από τον σκούφο. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Ο Λένταρ άφησε μια πρόταση στη μέση και τα αυτιά του τσιτώθηκαν για μια στιγμή. Δεν κοίταξε καθόλου προς τη μεριά της πόρτας.

«Επιθυμούμε να μιλήσουμε με τους επισκέπτες σας», είπε η Σασέιλ, μπαίνοντας στην κουζίνα. «Δεν θα σας απασχολήσουμε πολύ».

«Μα, βέβαια, Άες Σεντάι». Αν η εύσωμη γυναίκα ένιωθε έκπληκτη που δύο αδελφές ήθελαν να συζητήσουν με τους επισκέπτες της κουζίνας, δεν το άφησε να φανεί. Περιστρέφοντας το κεφάλι της γύρω-γύρω, έτσι ώστε να έχει πλήρη εποπτεία του χώρου, χτύπησε παλαμάκια με τα πλαδαρά της χέρια κι άρχισε να μοιράζει διαταγές. «Έλντριντ, εκείνα τα γογγύλια δεν θα ξεφλουδιστούν μόνα τους. Ποιος είναι υπεύθυνος για τη σάλτσα σύκου; Τα αποξηραμένα σύκα δεν τρώγονται! Πού είναι η κουτάλα σου, Κάσι; Άντιλ, σύρε να φέρεις μερικά...» Μάγειροι και λαντζιέρηδες σκόρπισαν προς κάθε κατεύθυνση, και σύντομα η κουζίνα γέμισε από τον σαματά που έκαναν τα κιούπια και τα κουτάλια, παρ’ ότι όλοι έβαλαν τα δυνατά τους για να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερη ησυχία, έτσι που να μην ενοχλούν τις Άες Σεντάι. Πάσχιζαν όσο ήταν δυνατόν να μην κοιτάνε προς την κατεύθυνσή τους, αν κι αρκετές φορές κόντεψαν να στραβώσουν τους λαιμούς τους.

Ο Ογκιρανός σηκώθηκε όρθιος ανάλαφρα, ενώ το κεφάλι του δεν απείχε πολύ από τα δοκάρια της οροφής. Τα ρούχα του έμοιαζαν με αυτά που θυμόταν η Σαμίτσου από μια προηγούμενη συνάντηση με Ογκιρανό, ένα μακρύ, σκούρο πανωφόρι που έπεφτε μέχρι τις γυρισμένες ανάποδα μπότες. Μερικές κηλίδες πάνω στο πανωφόρι αποκάλυπταν πως ο Ογκιρανός ταξίδευε καιρό. Δύστροποι αυτοί οι τύποι. Υποκλίθηκε μισοστρέφοντας το πρόσωπό του για να αντικρίσει τη Σαμίτσου και τη Σασέιλ, κι έξυσε την πλατιά του μύτη σαν να είχε φαγούρα, κρύβοντας εν μέρει το φαρδύ του πρόσωπο. Για Ογκιρανός, ωστόσο, έμοιαζε αρκετά νέος. «Συγχωρήστε μας, Άες Σεντάι», μουρμούρισε, «αλλά πρέπει όντως να φύγουμε». Σκύβοντας να πιάσει έναν τεράστιο πέτσινο μπόγο, που είχε μια μεγάλη κουβέρτα τυλιγμένη στην κορυφή του κι έδινε την εντύπωση κάμποσων τετραγωνισμένων σχημάτων στριμωγμένων γύρω από κάτι που ήταν χωμένο μέσα, ό,τι κι αν ήταν αυτό, πέρασε τον πλατύ ιμάντα πάνω από τον ένα του ώμο. Οι ευρύχωρες τσέπες του πανωφοριού του ήταν γεμάτες κι αυτές με γωνιώδη αντικείμενα. «Έχουμε δρόμο να κάνουμε πριν μας πιάσει η νύχτα». Ο σύντροφός του, ωστόσο, παρέμεινε καθισμένος, με τα χέρια του απλωμένα στην επιφάνεια του τραπεζιού, ένας νεαρός άντρας με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γενάκι μίας εβδομάδας, που έμοιαζε να έχει κοιμηθεί πάνω από μία νύχτα στο τσαλακωμένο καφετί του πανωφόρι. Παρακολουθούσε προσεκτικά τις Άες Σεντάι με μάτια σκοτεινά, σαν αλεπού στριμωγμένη στη γωνία.

«Ποιο είναι αυτό το μέρος που θα προλάβετε να φτάσετε πριν πέσει η νύχτα;» Η Σασέιλ δεν σταμάτησε μέχρι που στάθηκε μπροστά στον νεαρό Ογκιρανό, αρκετά κοντά του έτσι ώστε να χρειάζεται να στραβολαιμιάσει για να κοιτάξει ψηλά, αν κι η κίνηση που έκανε φάνταζε περισσότερο χαριτωμένη παρά αμήχανη, όπως θα ήταν και το φυσιολογικό. «Μήπως πηγαίνετε σ’ εκείνη τη συνάντηση για την οποία ακούσαμε να μιλάνε, στο Στέντιγκ Σανγκτάι, Αφέντη... Λένταρ, έτσι δεν λέγεσαι;»

Τα μεγάλα του αυτιά συστράφηκαν βίαια κι έπειτα έμειναν ακίνητα ενώ τα, σε μέγεθος φλιτζανιού, μάτια του στένεψαν κι έγιναν εξίσου επιφυλακτικά όπως του νεαρού άντρα, μέχρι που οι κρεμαστές άκρες των φρυδιών του έπεσαν στα μάγουλά του. «Ονομάζομαι Λένταρ, γιος του Σένταρ και της Κοϊμάι, Άες Σεντάι», είπε κάπως απρόθυμα. «Πάντως, δεν πηγαίνω στο Μεγάλο Κούτσουρο, κι αυτό γιατί οι Πρεσβύτεροι δεν θα με άφηναν να πλησιάσω για να ακούσω τι λένε». Άφησε ένα βαθύφωνο, ηχηρό γέλιο που έμοιαζε βεβιασμένο. «Δεν μπορούμε να φτάσουμε απόψε στον προορισμό μας, Άες Σεντάι, αλλά η κάθε λεύγα που αφήνουμε πίσω μας είναι κέρδος. Πρέπει να φεύγουμε, τώρα». Ο αξύριστος νεαρός σηκώθηκε, διέτρεξε νευρικά με το χέρι του τη μακρόστενη λαβή του σπαθιού που είχε περασμένο στη ζώνη του, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να σηκώσει από κάτω τον μπόγο και την τυλιγμένη κουβέρτα, που ήταν πεσμένα στα πόδια του, και να ακολουθήσει τον Ογκιρανό που κίνησε για την πόρτα που οδηγούσε στον δρόμο, ακόμα κι όταν ο τελευταίος τού φώναξε πάνω από τον ώμο του: «Έλα, φεύγουμε, Κάρλντιν».