Η Σασέιλ βάδισε με μια ρευστή κίνηση, σαν να γλιστρούσε, μπαίνοντας μπροστά από τον Ογκιρανό, παρ’ όλο που τρία βήματα δικά της αντιστοιχούσαν σε ένα δικό του. «Ζήτησες να δουλέψεις ως κτίστης, Αφέντη Λένταρ», είπε, κι ο τόνος της φωνής της έδειχνε πως δεν αστειευόταν καθόλου, «αλλά οι παλάμες σου δεν έχουν κάλους όπως των περισσότερων κτιστών. Θα είναι καλύτερα για σένα ν’ απαντήσεις στις ερωτήσεις μου».
Συγκρατώντας ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, η Σαμίτσου ήρθε και στάθηκε δίπλα στην Κόκκινη αδελφή. Ώστε, η Σασέιλ πίστευε πως μπορούσε να την παραμερίσει και να αναλάβει αυτή να διαλευκάνει την κατάσταση, ε; Πολύ σύντομα, την περίμενε μια έκπληξη. «Θα χρειαστεί να μείνεις λίγο παραπάνω», είπε χαμηλόφωνα στον Ογκιρανό. Ο θόρυβος από την κουζίνα ήταν αρκετός για να εμποδίσει κάποιον να κρυφακούει, αλλά καλύτερα να μην το ριψοκινδύνευαν. «Ερχόμενη στο Παλάτι του Ήλιου, είχα ήδη ακουστά για έναν νεαρό Ογκιρανό, φίλο του Ραντ αλ’Θόρ. Έφυγε από την Καιρχίν λίγους μήνες πριν, παρέα με έναν νεαρό άντρα, ονόματι Κάρλντιν. Καλά δεν τα λέω, Λόιαλ;» Τα αυτιά του Ογκιρανού μαράζωσαν.
Ο νεαρός συγκράτησε μια άσχημη βρισιά, αν και θα έπρεπε να έχει υπ’ όψιν του ότι κανείς δεν βρίζει παρουσία αδελφών. «Θα φύγω όποτε θελήσω εγώ, Άες Σεντάι», είπε τραχιά αλλά χαμηλόφωνα. Έστρεφε τη ματιά του πότε σε αυτήν και πότε στη Σασέιλ, έχοντας ταυτόχρονα τον νου του μήπως και πλησίαζε κανένας υπηρέτης από την κουζίνα. Ούτε αυτός ήθελε να ακουστούν όσα έλεγε. «Πριν φύγω όμως, θα επιθυμούσα κι εγώ κάποιες απαντήσεις. Τι απέγιναν οι... φίλοι μου; Κι αυτός; Παραφρόνησε;»
Ο Λόιαλ αναστέναξε βαθιά κι έκανε μια κατευναστική κίνηση με το πελώριο του χέρι. «Ήρεμα, Κάρλντιν», μουρμούρισε. «Στον Ραντ δεν θα άρεσε καθόλου να δημιουργήσεις πρόβλημα με τις Άες Σεντάι. Ψυχραιμία». Ο Κάρλντιν σκυθρώπιασε κι άλλο.
Έξαφνα, η Σαμίτσου σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να χειριστεί το θέμα καλύτερα. Τα μάτια αυτά δεν ανήκαν σε αλεπού στριμωγμένη στη γωνία, αλλά σε λύκο. Είχε εξοικειωθεί πολύ με τον Ντάμερ, τον Τζαχάρ και τον Έμπεν, όλοι τους δεσμευμένοι και δαμασμένοι. Μπορεί να ήταν υπερβολή, αλλά η Μερίς προσπάθησε πολύ με τον Τζαχάρ —αυτόν τον τρόπο εφάρμοζε η Μερίς— αλλά φαίνεται πως οι τρόμοι του χτες γίνονταν η αυταρέσκεια του σήμερα αν εκτεθείς αρκετά. Ο Κάρλντιν Μάνφορ ήταν επίσης Άσα’μαν, όχι όμως δεσμευμένος, ούτε δαμασμένος. Άραγε, αγκάλιαζε την αρσενική πλευρά της Δύναμης; Κόντεψε να σκάσει στα γέλια. Πετάνε τα πουλιά;
Η Σασέιλ περιεργαζόταν τον νεαρό διαρκώς συνοφρυωμένη, με τα χέρια της ακίνητα πάνω στη φούστα της, αλλά η Σαμίτσου ένιωθε πολύ ικανοποιημένη που δεν έβλεπε να την περιστοιχίζει το φως του σαϊντάρ. Ένας Άσα’μαν μπορούσε να διαισθανθεί μια γυναίκα που κραδαίνει τη Δύναμη, κι αυτό θα μπορούσε να τον κάνει να ενεργήσει... απερίσκεπτα. Βέβαια, η ίδια μαζί με τη Σαμίτσου ήταν ικανές να τα βγάλουν πέρα μαζί του —ήταν, άραγε, από τη στιγμή που αυτός είχε πρόσβαση στη Δύναμη; Μα, φυσικά. Φυσικά!— αλλά θα ήταν καλύτερα να το αποφύγουν.
Η Σασέιλ δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να πάρει τα ηνία στα χέρια της, οπότε η Σαμίτσου ακούμπησε ελαφρά το χέρι της στο αριστερό του μπράτσο. Μέσα από το μανίκι του πανωφοριού του το αισθάνθηκε σαν σιδερένια βέργα. Άρα, ήταν κι αυτός ανήσυχος όσο κι η ίδια. Γιατί, όμως; Μα το Φως, ο Ντάμερ κι οι άλλοι δύο είχαν διαγουμίσει όλα της τα ένστικτα!
«Την τελευταία φορά που τον είδα, έμοιαζε αρκετά λογικός», αποκρίθηκε η γυναίκα μαλακά, δίνοντας μια ελάχιστη έμφαση στα λόγια της. Κανείς από τους υπηρέτες της κουζίνας δεν φαινόταν εκεί κοντά, αλλά μερικοί όλο κι έριχναν ματιές προς τη μεριά του τραπεζιού. Ο Λόιαλ ξεφύσηξε βαριά, ανακουφισμένος, κι ο ήχος έμοιαζε με άνεμο που ξεχύνεται από το στόμιο μιας σπηλιάς, αλλά η γυναίκα εξακολούθησε να έχει την προσοχή της στραμμένη στον Κάρλντιν. «Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται, αλλά ήταν ζωντανός μόλις λίγες μέρες πριν». Η Αλάνα είχε κλείσει το στόμα της σαν μύδι, χωρίς να αποκαλύψει τίποτα άλλο, ενώ εξακολουθούσε να είναι καταπιεστική, κλείνοντας στην παλάμη της το σημείωμα της Κάντσουεϊν. «Ο Φέντγουιν Μορ δηλητηριάστηκε, φοβάμαι, αλλά δεν έχω ιδέα ποιος είναι υπεύθυνος». Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Κάρλντιν κούνησε απλώς το κεφάλι του, κάνοντας μια αξιοθρήνητη γκριμάτσα, και μουρμούρισε κάτι ακατανόητο σχετικά με το κρασί. «Όσον αφορά στους υπολοίπους, έγιναν Πρόμαχοι με τη θέλησή τους». Λες κι ο άνθρωπος είχε ελεύθερη θέληση. Ο δικός της Πρόμαχος, ο Ρόσαν, ήταν σίγουρο πως δεν ήθελε να γίνει Πρόμαχος, μέχρι που αποφάσισε η ίδια ότι τον ήθελε. Ακόμα κι αν μια γυναίκα δεν ανήκε στις Άες Σεντάι, ήταν ικανή να αναγκάσει έναν άντρα να αποφασίσει αυτό που ήθελε η ίδια. «Το θεωρούσαν καλύτερη κι ασφαλέστερη επιλογή από το να ξαναγίνουν σαν... τους άλλους, όπως εσύ. Βλέπεις, η ζημιά εδώ έγινε με το σαϊντίν. Καταλαβαίνεις ποιος μπορεί να κρύβεται από πίσω; Ήταν μια προσπάθεια να σκοτώσουν αυτόν για την πνευματική υγεία του οποίου φοβάσαι».