Τα λόγια της δεν φάνηκαν να τον εκπλήσσουν. Τι είδους άντρες ήταν αυτοί οι Άσα’μαν; Μήπως αυτός ο περιβόητος Μαύρος Πύργος τους δεν ήταν παρά ένας λάκκος του εγκλήματος; Η ένταση, ωστόσο, χάθηκε από το χέρι του και ξαφνικά ο νεαρός άντρας μετατράπηκε στον κουρασμένο ταξιδιώτη που ήθελε επειγόντως ξύρισμα. «Μα το Φως!» είπε ξεφυσώντας. «Τι κάνουμε τώρα, Λόιαλ; Πού πάμε;»
«Δεν... δεν ξέρω», αποκρίθηκε ο Λόιαλ. Οι ώμοι του βυθίστηκαν, κουρασμένοι, και τα μακριά του αυτιά χαλάρωσαν. «Πρέπει... πρέπει να τον βρούμε, Κάρλντιν. Με κάθε τρόπο. Δεν μπορούμε να τα παρατήσουμε τώρα. Πρέπει να τον πληροφορήσουμε πως κάναμε όσα μας ζήτησε. Όσα μπορούσαμε, τουλάχιστον».
Τι ήταν αυτό που τους είχε ζητήσει να κάνουν ο αλ’Θόρ; αναρωτήθηκε η Σαμίτσου. Με λίγη τύχη, θα μάθαινε αρκετά από αυτούς τους δύο. Ένας ξεθεωμένος άντρας, ακόμα κι ένας Ογκιρανός, χαμένος και μόνος, ήταν ό,τι καταλληλότερο για να πάρει τις απαντήσεις της.
Ο Κάρλντιν αναπήδησε ελαφρά, με το χέρι του σφιγμένο γύρω από τη λαβή του σπαθιού του, κι η γυναίκα κατέπνιξε μια βλαστήμια καθώς μια υπηρέτρια του παλατιού μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο, με τη φούστα της ανασηκωμένη σχεδόν έως τα γόνατά της. «Ο Άρχοντας Ντομπραίν δολοφονήθηκε!» τσίριξε η γυναίκα. «Θα μας σκοτώσουν όλους στον ύπνο μας! Είδα με τα ίδια μου τα μάτια τους νεκρούς να περπατάνε, τον ίδιο τον γέροντα Μαρίνγκιλ, κι η μάνα μου λέει ότι τα πνεύματα θα σε σκοτώσουν αν διαπραχθεί έγκλημα! Αυτοί...» Μαρμάρωσε στη θέση της, με το στόμα ανοικτό, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία των Άες Σεντάι, και σταμάτησε απότομα, γραπώνοντας ακόμα τη φούστα της. Το προσωπικό της κουζίνας έμοιαζε να έχει ακινητοποιηθεί, κι όλοι παρακολουθούσαν με την άκρη του ματιού τους τις Άες Σεντάι για να δουν τι θα έκαναν.
«Όχι τον Ντομπραίν», στέναξε ο Λόιαλ, με τα αυτιά πεσμένα στο κεφάλι του. «Όχι αυτόν». Φάνταζε θυμωμένος αλλά και λυπημένος συγχρόνως, αν κι η έκφραση του προσώπου του ήταν πέτρινη. Η Σαμίτσου δεν είχε δει ποτέ της θυμωμένο Ογκιρανό.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε απαιτητικά η Σασέιλ την υπηρέτρια, πριν η Σαμίτσου προλάβει να ανοίξει το στόμα της. «Πώς ξέρεις ότι δολοφονήθηκε; Πώς ξέρεις καν ότι είναι νεκρός;»
Η γυναίκα ξεροκατάπιε, ενώ το ψυχρό βλέμμα της Σασέιλ δεν την άφησε στιγμή. «Σέρα, Άες Σεντάι», είπε διστακτικά, γονατίζοντας στο ένα γόνατο κι υποκλινόμενη, συνειδητοποιώντας μόλις εκείνη τη στιγμή πως είχε ακόμα ανασηκωμένη τη φούστα της. Αν έκανε να τη σιάξει, σίγουρα θα ταραζόταν περισσότερο. «Σέρα Ντόιναλ. Λένε πως... δηλαδή, όλοι λένε πως ο Άρχοντας Ντομπραίν είναι... εννοώ, ήταν... Θέλω να πω...» Ξεροκατάπιε ξανά. «Όλοι λένε πως τα διαμερίσματά του είναι βουτηγμένα στο αίμα κι ότι τον βρήκαν σε μια μεγάλη λίμνη αίματος. Με το κεφάλι κομμένο, έτσι λένε».
«Πολλά λένε», είπε με αυστηρό τόνο η Σασέιλ, «και συνήθως κάνουν λάθος. Σαμίτσου, έλα μαζί μου. Αν έχει συμβεί κάτι στον Άρχοντα Ντομπραίν, ίσως μπορείς να βοηθήσεις. Λόιαλ και Κάρλντιν, θα έρθετε κι εσείς. Δεν θέλω να σας χάσω πριν βρω την ευκαιρία να σας κάνω μερικές ερωτήσεις».
«Παράτα με, με τις ερωτήσεις σου!» γρύλισε ο νεαρός Άσα’μαν, τοποθετώντας στον ώμο του τα υπάρχοντά του. «Φεύγω!»
«Όχι, Κάρλντιν», του είπε ευγενικά ο Λόιαλ, ακουμπώντας ένα τεράστιο χέρι στον ώμο του συντρόφου του. «Δεν μπορούμε να φύγουμε πριν μάθουμε τι συνέβη στον Ντομπραίν. Είναι φίλος του Ραντ και δικός μου. Δεν φεύγουμε. Εν πάση περιπτώσει, προς τα πού θα πάμε;» Ο Κάρλντιν έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Δεν είχε να απαντήσει τίποτα.