Η Σαμίτσου σφάλισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά αυτό δεν τη βοήθησε. Ακολούθησε τη Σασέιλ έξω από την κουζίνα, πασχίζοντας ακόμα μια φορά να τα βγάλει πέρα με τις γοργές, ανάλαφρες δρασκελιές της γυναίκας. Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκε ότι έτρεχε σχεδόν. Η Σασέιλ προχωρούσε πιο γρήγορα από πριν.
Μόλις βγήκαν από την πόρτα, οι φλυαρίες και τα μουρμουρητά φούντωσαν πίσω τους. Πιθανότατα, το υπηρετικό προσωπικό της κουζίνας πίεζε τη γυναίκα για να τους πει περισσότερα, λεπτομέρειες που, ελλείψει γνώσης, εφηύρε η ίδια. Δέκα διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων θα ξεπηδούσαν από εκείνη την κουζίνα, αν όχι τόσες εκδοχές όσες και το προσωπικό. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι, διαφορετικές εκδοχές εντός κουζίνας θα διέρρεαν, καθεμία εκ των οποίων θα προστίθετο στις ήδη υπάρχουσες φήμες για τις οποίες αναμφίβολα είχε μεριμνήσει η Κοργκάιντε. Η Σαμίτσου δυσκολευόταν να ανακαλέσει από το παρελθόν κάποια μέρα που τα πράματα να είχαν πάει τόσο στραβά, και μάλιστα τόσο ξαφνικά, λες και γλιστρούσε σε ένα κομμάτι πάγου κι εκεί που πήγαινε να ισορροπήσει, ανακάλυπτε ένα άλλο κάτω από τα πόδια της, κι έπειτα κι άλλο. Ύστερα από όλα αυτά, η Κάντσουεϊν θα την έγδερνε και θα έφτιαχνε γάντια με το πετσί της!
Αν μη τι άλλο, ο Λόιαλ κι ο Κάρλντιν ακολουθούσαν τη Σασέιλ με τον ίδιο ρυθμό. Ό,τι κι αν μάθαινε από αυτούς τους δύο, μπορεί να έβγαινε σε καλό, κι έτσι να κατάφερνε να διασώσει κάτι. Βαδίζοντας δίπλα στη Σασέιλ, έριχνε εξεταστικές ματιές προς το μέρος τους πάνω από τον ώμο της. Προχωρώντας με μικρές δρασκελιές, έτσι που να μην ξεπεράσει τις Άες Σεντάι, ο Ογκιρανός έδειχνε συνοφρυωμένος κι ανήσυχος. Το πιθανότερο ήταν πως σκεφτόταν τον Ντομπραίν, αλλά θα μπορούσε να αναλογίζεται πώς θα φέρει σε πέρας το μυστηριώδες έργο του «όσο γινόταν καλύτερα». Κι αυτό το μυστήριο η Σαμίτσου ήταν αποφασισμένη να το λύσει. Ο νεαρός Άσα’μαν δεν είχε πρόβλημα να συμβαδίζει, παρ’ όλο που μια έκφραση επίμονης απροθυμίας είχε χαραχτεί στο πρόσωπό του και το χέρι του χάιδευε τη λαβή του σπαθιού του. Ο κίνδυνος που εξέπεμπε αυτό το άτομο δεν είχε να κάνει με το ατσάλι. Κοιτούσε καχύποπτα τις πλάτες των δύο Άες Σεντάι και κάποια στιγμή, που η Σαμίτσου έπιασε το βλέμμα του, αντιλήφθηκε ένα σκοτεινό αγριοκοίταγμα. Ωστόσο, ήταν αρκετά λογικός για να κρατάει το στόμα του κλειστό. Η γυναίκα θα έπρεπε να βρει τρόπο να του το ανοίξει αργότερα, κι όχι βέβαια για να τον κάνει να γρυλίσει.
Η Σασέιλ δεν κοίταξε ούτε μια φορά πίσω για να βεβαιωθεί πως το ζευγάρι την ακολουθούσε, αλλά είχε στήσει αυτί για να ακούει τον πνιχτό ήχο που έκαναν οι μπότες του Ογκιρανού πάνω στις πλάκες του δαπέδου. Η έκφρασή της ήταν σκεφτική κι η Σαμίτσου θα έδινε πολλά για να μάθει τι σκεφτόταν. Μπορεί η Σασέιλ να είχε ορκιστεί στον Ραντ αλ’Θόρ, αλλά αυτό δεν εγγυόταν τίποτα για έναν Άσα’μαν. Σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά μια Κόκκινη αδελφή, κι αυτό ήταν εντελώς ανεξάρτητο από το τι έκφραση έπαιρνε το πρόσωπό της. Μα το Φως, φαίνεται πως το κομμάτι πάγου που είχε γλιστρήσει τώρα ήταν το χειρότερο απ’ όλα!
Η ανάβαση από την κουζίνα στα διαμερίσματα του Άρχοντα Ντομπραίν, στον Πύργο του Ολόγιομου Φεγγαριού, ήταν μακριά και κοπιαστική, αν και κανείς δεν παραπονιόταν, μια κι αυτό που είχε σημασία ήταν η επίσκεψη σε έναν υψηλόβαθμο ευγενή, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής η Σαμίτσου έβλεπε μπροστά της τις αποδείξεις ότι η Σέρα δεν ήταν η πρώτη που άκουγε όσα είχαν να πουν οι ανώνυμοι κάποιοι. Μια ατελείωτη ροή υπηρετών πηγαινοερχόταν στους διαδρόμους, μικρά μπουλούκια ανθρώπων που ψιθύριζαν ανήσυχα και γεμάτα έξαψη. Μόλις πρόσεξαν τις Άες Σεντάι, έκαναν στην άκρη κι απομακρύνθηκαν βιαστικά. Μερικοί έμεναν με ανοικτό το στόμα από έκπληξη στη θέα ενός Ογκιρανού να δρασκελίζει το παλάτι, αλλά οι περισσότεροι το έσκαγαν. Οι ευγενείς, που μέχρι πριν από λίγο βρίσκονταν εκεί τριγύρω, είχαν εξαφανιστεί, επιστρέφοντας αναμφίβολα στα διαμερίσματά τους για να συλλογιστούν σχετικά με τις ευκαιρίες και τα ρίσκα που τους πρόσφερε ο θάνατος του Ντομπραίν. Ο,τι και να έλεγε η Σασέιλ, η Σαμίτσου δεν είχε πια καμιά αμφιβολία. Αν ο Ντομπραίν ήταν ζωντανός, οι ίδιοι οι υπηρέτες του θα έθεταν τέρμα στις φήμες.
Λες και χρειαζόταν επιβεβαίωση, ο διάδρομος έξω από το δωμάτιο του Ντομπραίν είχε γεμίσει από ένα πλήθος υπηρετών με πρόσωπα σταχτιά, με τα μανίκια τους καλυμμένα έως τους αγκώνες με τα γαλανόλευκα χρώματα του Οίκου των Τάμποργουιν. Μερικοί έκλαιγαν, ενώ άλλοι έμοιαζαν σαν χαμένοι, λες κι ο θεμέλιος λίθος της ζωής τους είχε χαθεί κάτω από τα πόδια τους. Μια λέξη της Σασέιλ ήταν αρκετή για να κάνουν στην άκρη, έτσι ώστε να περάσουν οι Άες Σεντάι, κι οι κινήσεις τους είχαν κάτι το μεθυσμένο ή μηχανικό. Ζαλισμένα βλέμματα έπεσαν πάνω στον Ογκιρανό, αν κι είναι αμφίβολο κατά πόσον οι κάτοχοι τους κατέγραψαν αυτό που έβλεπαν. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που θυμήθηκαν να κάνουν υποκλίσεις, έστω και με μισή καρδιά.