Выбрать главу

Η σπηλαιώδης αίθουσα του εσωτερικού ήταν εξίσου παγερή με το εξωτερικό περιβάλλον. Η ανάσα τους σχημάτιζε φτερωτές ομίχλες. Ο χώρος φάνταζε στεφανωμένος από το λυκόφως. Το πάτωμα ήταν ένα έγχρωμο μωσαϊκό από κυνηγούς και ζώα, ενώ οι πλάκες ήταν ασύμμετρα κομμένες, λες και κάποιο βαρύ αντικείμενο είχε συρθεί ή πέσει πάνω τους. Εκτός από έναν γκρεμισμένο πλίνθο, ο οποίος ίσως κάποτε στήριζε ένα μεγάλο βάζο ή άγαλμα, η αίθουσα ήταν γυμνή. Όσα δεν είχαν πάρει οι υπηρέτες στο φευγιό τους, τα είχαν λαφυραγωγήσει προ πολλού οι ληστοσυμμορίτες. Ο μόνος που τους περίμενε ήταν ένας ασπρομάλλης, πιο λιπόσαρκος από την τελευταία φορά που τον είχε συναντήσει ο Ιτουράλντε. Φορούσε στραπατσαρισμένη πανοπλία κατ το σκουλαρίκι του έμοιαζε με μικρό χρυσό τσέρκι, αλλά τα σιρίτια του παρέμεναν αψεγάδιαστα, ενώ το αστραφτερό κόκκινο τέταρτο του φεγγαριού δίπλα στο αριστερό του μάτι σίγουρα είχε δει και καλύτερες μέρες.

«Εις το όνομα του Φωτός, σε καλωσορίζουμε υπό το Λευκό Σιρίτι, Άρχοντα Ιτουράλντε», είπε τυπικά, κάνοντας ελαφριά υπόκλιση.

«Εις το όνομα του Φωτός, έρχομαι υπό το Λευκό Σιρίτι, Άρχοντα Σίμρον», αποκρίθηκε ο Ιτουράλντε, ανταποδίδοντας την υπόκλιση. Ο Σίμρον ήταν από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Αλσαλάμ. Μέχρι που τάχθηκε με τους Δρακορκισμένους, τουλάχιστον. Πλέον, κατείχε υψηλή θέση στο συμβούλιο τους. «Ο αξιωματικός μου είναι ο Τζάαλαμ Νίσουρ, τιμημένος πιστός του Οίκου Ιτουράλντε, όπως κι όλοι όσοι ήρθαν μαζί μου».

Πριν από τον Ρόντελ δεν υπήρχε καν Οίκος Ιτουράλντε, αλλά ο Σίμρον ανταποκρίθηκε στην υπόκλιση του Τζάαλαμ ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά. «Τιμή και σεβασμός. Θα με συνοδεύσετε, Άρχοντα Ιτουράλντε;» ρώτησε καθώς ίσιωνε το κορμί του.

Οι φαρδιές πόρτες που οδηγούσαν στη σάλα δεξιώσεων είχαν ξεφύγει από τους μεντεσέδες τους, αν κι ο Ιτουράλντε δυσκολευόταν να φανταστεί ότι οι ληστοσυμμορίτες θα έμπαιναν στον κόπο να τις κλέψουν κι αυτές. Άφηναν ανοικτή μια ψηλή, μυτερή αψίδα, αρκετά για να περάσουν δέκα άντρες. Στο εσωτερικό του οβάλ, χωρίς παράθυρα, δωματίου, περίπου πενήντα φανοί κάθε λογής διασπούσαν τις σκιές, μολονότι το φως καλά-καλά δεν έφτανε μέχρι τη θολωτή οροφή. Δύο ομάδες αντρών, χωρισμένες από ένα πλατύ δάπεδο, στέκονταν με φόντο τους χρωματιστούς τοίχους και, μολονότι το Λευκό Σιρίτι τούς έπεισε να βγάλουν τις περικεφαλαίες τους, διακόσιοι τουλάχιστον εξακολουθούσαν να φορούν τις πανοπλίες τους, και σίγουρα κανείς δεν διανοήθηκε να αποχωριστεί το ξίφος του. Στη μία πλευρά στέκονταν μερικοί Ντομανοί Άρχοντες, εξίσου ισχυροί με τον Σίμρον —ο Ρατζάμπι, ο Γουακέντα κι ο Άνκερ— καθένας εκ των οποίων κυκλωνόταν από μία ομάδα κατώτερων αρχόντων κι ορκισμένων ακολούθων, καθώς κι από μικρότερες ομάδες δύο ή τριών ατόμων, αρκετές εκ των οποίων δεν περιλάμβαναν ευγενείς. Οι Δρακορκισμένοι είχαν συμβούλια αλλά όχι αρχηγούς. Ωστόσο, καθένας από αυτούς τους άντρες ήταν δικαιωματικά αρχηγός. Κάποιοι διέθεταν ένα πλήθος ακολούθων και μερικοί άλλοι —λίγοι— κάμποσες χιλιάδες. Κανείς τους δεν έμοιαζε χαρούμενος που βρισκόταν εκεί, κι ένας-δυο από δαύτους έριχναν άγριες ματιές στην άλλη μεριά του δαπέδου, εκεί όπου πενήντα ή εξήντα Ταραμπονέζοι στέκονταν ακίνητοι σαν συμπαγές τείχος, ανταποδίδοντας το συνοφρυωμένο αγριοκοίταγμα. Μπορεί άπαντες να ήταν Δρακορκισμένοι, αλλά δεν υπήρχε ιδιαίτερη συμπάθεια μεταξύ Ντομανών και Ταραμπονέζων. Ο Ιτουράλντε, ωστόσο, κόντεψε να βάλει τα γέλια μόλις είδε τους ξενομερίτες. Δεν τολμούσε να πιστέψει ότι θα έβρισκε ούτε τους μισούς σήμερα.

«Ο Άρχοντας Ρόντελ Ιτουράλντε έρχεται υπό το Λευκό Σιρίτι». Η φωνή του Σίμρον αντήχησε μέσα από τις σκιές που σχημάτιζαν οι φανοί. «Όποιος έχει κατά νου τη βία, ας ψάξει στην καρδιά του κι ας εξετάσει την ψυχή του». Κάπως έτσι έληγε το εθιμοτυπικό.

«Γιατί ο Άρχοντας Ιτουράλντε πρόσφερε το Λευκό Σιρίτι;» απαίτησε να μάθει ο Γουακέντα, με το ένα του χέρι να αδράχνει τη λαβή του μακρόστενου ξίφους του και το άλλο σφιγμένο σε γροθιά στα πλευρά του. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, αν και ξεπερνούσε τον Ιτουράλντε, ήταν αγέρωχος λες και κατείχε τον θρόνο. Κάποτε, οι γυναίκες τον αποκαλούσαν ωραίο. Τώρα, ένα γερτό μαύρο μαντίλι κάλυπτε την κόγχη του χαμένου δεξιού ματιού του, ενώ η ελιά που είχε στο πρόσωπό του έμοιαζε με μαύρη αιχμή βέλους, που έδειχνε τη βαθιά ουλή η οποία διέτρεχε την περιοχή από το μάγουλο έως το μέτωπό του. «Σκοπεύει να ενωθεί μαζί μας; Ή μήπως θα μας ζητήσει να παραδοθούμε; Όλοι ξέρουν ότι ο Λύκος είναι τολμηρός κι ύπουλος ταυτόχρονα. Πόσο τολμηρός είναι;» Οχλοβοή ξέσπασε ανάμεσα στους άντρες που βρίσκονταν από τη δική του μεριά, σ’ ένα μείγμα φαιδρότητας κι οργής.