Οι ακανόνιστοι σχηματισμοί του εδάφους έκρυβαν το Έμπου Νταρ λίγο παραπάνω από ένα μίλι στα νότια, αλλά έκρυβαν και τον ίδιο τον Ματ από την πόλη. Ωστόσο, πουθενά δεν φαινόταν ούτε ένα δέντρο, τίποτα περισσότερο από χαμηλούς θάμνους. Βρισκόταν σε ανοικτό χώρο, κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται λες και περπατούσαν μυρμήγκια κάτω από το δέρμα του. Ωστόσο, μάλλον ήταν ασφαλής. Το απλό καφετί μάλλινο πανωφόρι κι ο σκούφος του δεν έμοιαζαν στο ελάχιστο με τα ρούχα που συνήθιζε να φοράει στην πόλη. Αντί για το μαύρο μεταξωτό, ένα άχαρο μάλλινο μαντίλι κάλυπτε το σημάδι γύρω από τον λαιμό του, ενώ ο γιακάς του πανωφοριού του ήταν γυρισμένος προς τα επάνω για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Δεν είχε επάνω του ίχνος δαντέλας, κλωστών ή κεντήματος. Φορούσε τα αδιάφορα ρούχα ενός αγρότη συνηθισμένου να αρμέγει γελάδια. Ήταν σίγουρο πως κανείς απ’ όσους ήθελε να αποφύγει δεν θα τον αναγνώριζε αν τον έβλεπε. Εκτός αν βρισκόταν κοντά του. Όπως και να είχε το πράγμα, τράβηξε τον σκούφο του κάπως χαμηλότερα.
«Σκοπεύεις να μείνεις κι άλλο εδώ έξω, Ματ;» Το κουρελιασμένο μπλε πανωφόρι του Νόαλ είχε δει και καλύτερες μέρες, όπως κι ο ίδιος. Καμπούρης κι ασπρομάλλης, ο παλιόφιλος με τη σπασμένη μύτη κουκούβιζε κάτω από τον ογκόλιθο, ψαρεύοντας στην όχθη με ένα καλάμι φτιαγμένο από μπαμπού. Είχε χάσει τα πιο πολλά δόντια του και μερικές φορές η γλώσσα του άγγιζε ένα κενό, λες κι εκπλησσόταν που έβρισκε άδειο χώρο. «Σε περίπτωση που δεν το ’χεις προσέξει, κάνει κρύο. Όλοι νομίζουν πως το Έμπου Νταρ είναι ζεστός τόπος, αλλά ο χειμώνας είναι κρύος παντού, ακόμα και σε μέρη που κάνουν το Έμπου Νταρ να μοιάζει με το Σίναρ. Τα κόκαλά μου ικετεύουν για λίγη φωτίτσα ή, έστω, για μια κουβέρτα. Μια χαρά βολεύεται κανείς με μια κουβέρτα, αν βρίσκεται σε απάγκιο. Σκοπεύεις να κάνεις κάτι, ή θα συνεχίσεις να χαζεύεις το ποτάμι;»
Ο Ματ τού έριξε μια φευγαλέα ματιά κι ο Νόαλ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του κι έστρεψε ξανά την προσοχή του στην πισσωμένη ξύλινη πετονιά που χοροπηδούσε ανάμεσα στα αραιά καλάμια. Πού και πού, κινούσε το ροζιασμένο του χέρι, λες και τα στραβά δάχτυλα ένιωθαν την παγωνιά, αλλά αν ήταν έτσι, το φταίξιμο ήταν του ιδίου. Ο γερο-τρελός είχε περιπλανηθεί στα ρηχά για να φτυαρίσει μικρά ψαράκια για δόλωμα, χρησιμοποιώντας ένα καλάθι που τώρα είχε αφεθεί μισοβυθισμένο στην άκρη του νερού, στερεωμένο με μια λεία πέτρα. Παρά την γκρίνια του για τον καιρό, ο Νόαλ είχε συνοδεύσει τον Ματ στο ποτάμι δίχως την παραμικρή παρότρυνση ή πρόσκληση. Απ’ ό,τι είχε πει, τα αγαπημένα του πρόσωπα ήταν νεκρά από καιρό κι ο ίδιος έμοιαζε να αναζητά σχεδόν απεγνωσμένα λίγη συντροφιά. Πράγματι, πόσο απεγνωσμένος μπορούσε να είναι, ώστε να διαλέξει τον Ματ για παρέα, τη στιγμή που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε απόσταση πέντε ημερών από το Έμπου Νταρ; Ένας άντρας με καλό κίνητρο και καλό άλογο μπορούσε να διασχίσει μεγάλη απόσταση μέσα σε πέντε μέρες. Ο Ματ συλλογιζόταν συχνά αυτό το ζήτημα.
Στη μακρινή όχθη του Έλνταρ, μισοκρυμμένη από μια βαλτώδη νησίδα, από εκείνες που αναδύονταν εδώ κι εκεί στο ποτάμι, μια πλατιά βάρκα επιβράδυνε την πορεία της και το πλήρωμά της ανασήκωσε τα κουπιά. Κάποιος σηκώθηκε κι άρχισε να ψαρεύει ανάμεσα στις καλαμιές χρησιμοποιώντας ένα μακρόστενο σταλίκι, ενώ ένας άλλος κωπηλάτης τον βοήθησε να τραβήξει πάνω στη βάρκα αυτό που είχε πιάσει. Από μια τέτοια απόσταση, έμοιαζε με μεγάλο τσουβάλι. Ο Ματ μόρφασε κι έστρεψε τη ματιά του κατάντη του ποταμού. Ανέσυραν ακόμη πτώματα και γι’ αυτό ήταν υπεύθυνος ο ίδιος. Οι αθώοι πέθαναν μαζί με τους ενόχους. Κι αν δεν έχεις ενεργήσει σωστά, πέθαιναν μονάχα οι αθώοι, ή σχεδόν. Ίσως τα πράγματα να είναι χειρότερα, εξαρτάται από την οπτική σου γωνία.
Σκυθρώπιασε ενοχλημένος. Αίμα και στάχτες, αυτό έλειπε τώρα, να γινόταν φιλόσοφος! Η ανάληψη της ευθύνης απορροφά όλη τη χαρά της ζωής από έναν άντρα και τον συντρίβει. Αυτό που λαχταρούσε εκείνη τη στιγμή ήταν κάμποσο μυρωδάτο κρασί και μια άνετη κοινή αίθουσα πανδοχείου γεμάτη μουσική, όπως και μια στρουμπουλή αλλά χαριτωμένη σερβιτόρα πάνω στα γόνατά του, κατά προτίμηση κάπου μακριά από το Έμπου Νταρ. Πολύ μακριά. Αυτό που είχε, όμως, στα χέρια του δεν ήταν παρά καθήκοντα, από τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει, κι ένα μέλλον που αδυνατούσε να φανταστεί καν. Η τα’βίρεν φύση του δεν είχε βοηθήσει ιδιαίτερα και, βέβαια, δεν επρόκειτο να βοηθήσει αν έτσι όριζε το Σχήμα. Πάντως, εξακολουθούσε να είναι τυχερός. Αν μη τι άλλο, ήταν ζωντανός κι όχι αλυσοδεμένος σε κάποιο κελί. Δεδομένων των συνθηκών, αυτό θεωρούνταν μεγάλη τύχη.
Είχε σχετικά καλή θέα από το σημείο όπου βρισκόταν, λίγο πιο πέρα από τις τελευταίες χαμηλές, βαλτώδεις νησίδες. Ο άνεμος κουβαλούσε μαζί του τον αφρό από το λιμάνι, δίνοντάς του όψη ομιχλώδους αναχώματος, όχι αρκετό όμως για να κρύψει όσα ήθελε να δει ο Ματ. Έκανε υπολογισμούς μέσα στο κεφάλι του, μετρώντας τα πλοιάρια που επέπλεαν, πασχίζοντας να υπολογίσει τα ναυάγια. Έχανε, όμως, διαρκώς το μέτρημα και νόμιζε πως είχε μετρήσει δύο φορές κάποια από τα σκάφη, οπότε ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Οι Θαλασσινοί που είχαν ξανασυλληφθεί έμπαιναν σαν σφήνα στο μυαλό του. Κάτι είχε πάρει το αυτί του για στημένες κρεμάλες στο Ράχαντ, στην άλλη άκρη του λιμανιού, και για καμιά εκατοστή πτώματα, τα οποία είχαν επάνω τους πλακίδια που δήλωναν «φόνο» κι «επανάσταση» ως τα εγκλήματά τους. Συνήθως, οι Σωντσάν χρησιμοποιούσαν το τσεκούρι του δήμιου ή τον ανασκολοπισμό για τέτοιες δουλειές, ενώ η Γενιά τον στραγγαλισμό, αλλά οι κάτοχοι ιδιοκτησίας πήγαιναν κατευθείαν στην αγχόνη.