Έκανα ό,τι μπορούσα, κον να καώ, σκέφτηκε πικραμένος ο Ματ. Δεν υπήρχε λόγος να νιώθει ενοχές επειδή δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Κανένας λόγος απολύτως! Έπρεπε να εστιάσει ολοκληρωτικά την προσοχή του σε όσους είχαν καταφέρει να διαφύγουν.
Οι διαφυγούσες Άθα’αν Μιέρε χρησιμοποίησαν πλοία του λιμανιού για την απόδρασή τους και, μολονότι θα μπορούσαν να πάρουν κάποιο μικρό σκάφος, οτιδήποτε, αρκεί να χωρούσαν και να είχαν τη δυνατότητα να το κυριεύσουν στη διάρκεια της νύχτας, σκόπευαν να κουβαλήσουν μαζί τους όσο το δυνατόν περισσότερους από τους ανθρώπους τους. Κι επειδή χιλιάδες από δαύτους μοχθούσαν ως αιχμάλωτοι στο Ράχαντ, σήμαινε πως μόνο σε μεγάλα πλοία θα μπορούσαν να επιβιβαστούν, δηλαδή στις ναυαρχίδες των Σωντσάν. Βέβαια, πολλά από τα πλοία που ανήκαν στους Θαλασσινούς ήταν ευμεγέθη αλλά ήδη παροπλισμένα, ενώ οι Σωντσάν σχεδίαζαν να τα διαμορφώσουν σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα. Αν μπορούσε να υπολογίσει πόσες από τις ναυαρχίδες παρέμεναν, ίσως να σχημάτιζε μια εικόνα για το πόσες Άθα’αν Μιέρε είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν. Το πιο σωστό ήταν να ελευθερώσει τις Θαλασσινές Ανεμοσκόπους —ίσως ήταν και το μόνο που μπορούσε να κάνει— αλλά, εκτός από τις κρεμάλες, εκατοντάδες πτώματα είχαν ξεβραστεί από το λιμάνι τις τελευταίες πέντε μέρες, και το Φως μόνο ήξερε πόσα είχαν παρασυρθεί από τα ρεύματα στη θάλασσα. Οι τυμβωρύχοι δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, ενώ τα νεκροταφεία είχαν γεμίσει γυναίκες και παιδιά που θρηνούσαν κι οδύρονταν. Όπως κι άντρες. Ανάμεσα στους νεκρούς υπήρχαν Άθα’αν Μιέρε, τα πτώματα των οποίων δεν κλάφτηκαν από κανέναν, καθώς πετιούνταν στους ομαδικούς τάφους· ο Ματ πολύ θα ήθελε να ήξερε πόσους είχε σώσει, έτσι ώστε να ισορροπήσει κάπως τις υποψίες του για το πόσοι είχαν χαθεί εξαιτίας του.
Ωστόσο, ήταν μάλλον δύσκολο να υπολογίσει πόσα σκάφη είχαν διαφύγει στη Θάλασσα των Καταιγίδων, άσε που θα έχανε το μέτρημα. Αντίθετα με τις Άες Σεντάι, οι Ανεμοσκόποι δεν είχαν σημαντικούς περιορισμούς στη χρήση της Δύναμης ως όπλου, ειδικά αν απειλούνταν η ασφάλεια των δικών τους, και σίγουρα θα ήθελαν να σταματήσουν μια καταδίωξη πριν καν ξεκινήσει. Κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να πάρει στο κυνήγι ένα φλεγόμενο πλοίο. Οι Σωντσάν, με τις νταμέην τους, είχαν ακόμα λιγότερες τύψεις να ανταποδώσουν το χτύπημα. Κεραυνοί κι αστραπές έσχιζαν τη βροχή, πυκνές σαν χορτάρια στο χώμα, πύρινες μπάλες που διέσχιζαν τα ουράνια, κάποιες σε μέγεθος αλόγων, και το λιμάνι έμοιαζε να φλέγεται απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι που, παρά την καταιγίδα, η νύχτα έκανε το υπερθέαμα ενός Φωτοδότη να φαντάζει φτωχό. Χωρίς καν να γυρίσει το κεφάλι του, μπορούσε να μετρήσει τουλάχιστον δέκα σημεία όπου τα αποκαΐδια των δοκών μιας ναυαρχίδας εξείχαν από τα ρηχά νερά ή όπου ένα τεράστιο σκαρί με απόκρημνη πλώρη είχε γείρει, με τα κυματάκια να γλείφουν το κατάστρωμα που είχε πάρει κλίση, ενώ διακρίνονταν πολλαπλάσια ακόμα μαυρισμένα, διακοσμημένα μαδέρια, υπολείμματα των ταχύπλοων σκαφών των Θαλασσινών. Προφανώς, δεν τους άρεσε η ιδέα να αφήσουν τα σκάφη τους σε κάποιους που τις είχαν αλυσοδέσει. Τρεις ντουζίνες μονάχα βρίσκονταν μπροστά του, κι αυτά χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν τα βυθισμένα ναυάγια που προσπαθούσαν να εντοπίσουν οι σωσίβιες λέμβοι. Ίσως κάποιος θαλασσοπόρος θα μπορούσε να ξεχωρίσει τη ναυαρχίδα από το ταχύπλοο σκάφος από τα κατάρτια που εξείχαν, κάτι που υπερέβαινε τις γνώσεις του Ματ.
Ξαφνικά, μια παλιά ανάμνηση αναδύθηκε στον νου του, κάτι που είχε να κάνει με το φόρτωμα πλοίων ενάντια σε μια επίθεση από τη θάλασσα, και πόσοι άντρες μπορούσαν να στριμωχτούν σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο και για πόση ώρα. Φυσικά, η ανάμνηση δεν ανήκε στον ίδιο, καθώς αφορούσε σ’ έναν αρχαίο πόλεμο ανάμεσα στη Φεργκάνσια και στη Μορέινα, ωστόσο έμοιαζε δική του. Η συνειδητοποίηση ότι, στην πραγματικότητα, δεν είχε ζήσει ούτε στο ελάχιστο τις ζωές εκείνων των αντρών, οι αναμνήσεις των οποίων ήταν κολλημένες στο μυαλό του, πάντα τον εξέπλησσε, οπότε, από μια άποψη, θα μπορούσαν να εκληφθούν κι ως δικές του μνήμες. Σίγουρα ήταν πιο διαυγείς από μερικά περιστατικά της προσωπικής του ζωής. Τα σκάφη που θυμόταν ήταν μικρότερα από τα περισσότερα που υπήρχαν στο λιμάνι, αλλά οι γενικές αρχές ήταν οι ίδιες.