«Δεν έχουν αρκετά πλοία», μουρμούρισε. Οι Σωντσάν είχαν περισσότερα στο Τάντσικο παρά εδώ, αλλά οι απώλειες εδώ ήταν αρκετές ώστε να κάνουν τη διαφορά.
«Αρκετά για τι πράγμα;» ρώτησε ο Νόαλ. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο πολλά μαζεμένα σ’ ένα μέρος». Μια τέτοια δήλωση είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού ο Νόαλ είχε δει τα πάντα, και τα περισσότερα απ’ αυτά που είχε αντικρίσει ήταν μεγαλύτερα και μεγαλοπρεπέστερα απ’ όσα βρίσκονταν μπροστά στη μύτη του. Πίσω, στην πατρίδα, θα έλεγαν πως δεν ήταν και πολύ φειδωλός στην αλήθεια.
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχουν αρκετά πλοία για να γυρίσουν πίσω».
«Δεν χρειάζεται να γυρίσουμε», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή με μακρόσυρτη προφορά πίσω του. «Είμαστε στο σπίτι μας».
Λίγο ακόμα και θα αναπηδούσε στο ψεύδισμα της προφοράς των Σωντσάν, αλλά την τελευταία στιγμή αντιλήφθηκε ποια μιλούσε.
Η Εγκήνιν ήταν σκυθρωπή και τα μάτια της έμοιαζαν με γαλάζια στιλέτα, αλλά το αγριοκοίταγμα δεν απευθυνόταν σ’ εκείνον. Έτσι ήθελε να πιστεύει ο Ματ, τουλάχιστον. Ήταν ψηλή και λυγερόκορμη, με πρόσωπο σκληρό αλλά ωχρό, παρά την ποντοπόρα ζωή της. Το καταπράσινο φόρεμά της θα ταίριαζε μια χαρά σε Μαστόρισσα, διανθισμένο με μια μάζα μικροσκοπικών κίτρινων και λευκών λουλουδιών, που στόλιζαν τον ψηλό λαιμό και κατηφόριζαν τα μανίκια. Ένα ανθοποίκιλτο μαντίλι, δεμένο σφιχτά κάτω από το πηγούνι της, κρατούσε στη θέση της μια μεγάλη μαύρη περούκα, τα μαλλιά της οποίας έπεφταν χυτά στη μέση της και πάνω από τους ώμους της. Μισούσε το μαντίλι και το φόρεμα —ούτως ή άλλως, δεν της ταίριαζαν και πολύ— αλλά τα χέρια της πήγαιναν κάθε λίγο και λιγάκι στην περούκα της, για να σιγουρευτεί πως ήταν ίσια. Φαινόταν να την απασχολεί πιότερο από τα ρούχα της, αν κι η λέξη «απασχολεί» ίσως δεν είναι αρκετά ενδεικτική.
Όταν της είχαν πει ότι έπρεπε να κόψει κοντά τα νύχια της, είχε απλώς αναστενάξει στενοχωρημένη, αλλά όταν έμαθε πως έπρεπε να ξυρίσει εντελώς το κεφάλι της, κατακόκκινη και γουρλωμένη, κόντεψε να πάθει αποπληξία. Ο τρόπος με τον οποίο ήταν φτιαγμένα τα μαλλιά της στο παρελθόν —ξυρισμένα πάνω από τα αυτιά, με μια τούφα σαν μπολ στην κορυφή, και μια πλατιά αλογοουρά μέχρι τους ώμους— καθιστούσε προφανές ότι ανήκε στη Γενιά των Σωντσάν, μια κατώτερη ευγενής. Ακόμα και κάποιος που δεν είχε ξαναδεί ποτέ Σωντσάν, θα τη θυμόταν. Η Εγκήνιν είχε συμφωνήσει με την αλλαγή, εντελώς απρόθυμα βέβαια, αλλά αμέσως μετά έκανε σαν υστερική, μέχρι που κατάφερε να καλύψει το κεφάλι της, αν κι όχι για τους λόγους που θα το έκαναν οι περισσότερες γυναίκες. Ανάμεσα στους Σωντσάν, μόνο τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ξύριζαν τα κεφάλια τους. Οι φαλακροί άντρες φορούσαν περούκες μόλις τα μαλλιά τους άρχιζαν να πέφτουν. Η Εγκήνιν προτιμούσε να πεθάνει παρά να προκαλέσει την εντύπωση σε κάποιον ότι προσποιούνταν πως ανήκε στην Αυτοκρατορική οικογένεια, ακόμα κι αν η συγκεκριμένη σκέψη δεν περνούσε καν από το μυαλό του. Όπως και να έχει, μια τέτοιου είδους εντύπωση επέσυρε ποινή θανάτου για τους Σωντσάν, αλλά ο Ματ δεν πίστευε πως η γυναίκα θα εξωθούσε το ζήτημα στα άκρα. Τι ήταν μία ακόμα θανατική ποινή, τη στιγμή που ο λαιμός σου ήταν ήδη έτοιμος για τσεκούρι; Ή για στραγγαλισμό, στην περίπτωσή της. Ο ίδιος προοριζόταν για την αγχόνη.
Γλιστρώντας πίσω, στο αριστερό του μανίκι, το μαχαίρι που είχε μισοτραβήξει, ο Ματ κατέβηκε από τον ογκόλιθο. Έπεσε κάπως άτσαλα, κοντεύοντας να γκρεμοτσακιστεί, καταφέρνοντας μετά βίας να συγκρατήσει έναν μορφασμό πόνου από τον σφάχτη που αισθάνθηκε στον γοφό του. Κατόρθωσε να τον κρύψει. Η γυναίκα που στεκόταν απέναντι του ήταν ευγενικής καταγωγής και καπετάνισσα, κι είχε κάνει αρκετές προσπάθειες να πάρει την εξουσία. Επομένως, δεν ήταν ανάγκη να της δείξει πόσο αδύναμος ήταν για να έχει εκείνη το πάνω χέρι. Το γεγονός ότι η Εγκήνιν ζητούσε τη βοήθειά του, όχι το αντίστροφο, δεν σήμαινε ότι η γυναίκα σήκωνε πολλά-πολλά. Γέρνοντας πάνω στο τεράστιο λιθάρι με σταυρωμένα τα χέρια, προσποιούνταν πως ραχάτευε, κλωτσώντας τεμπέλικα τούφες ξερού γρασιδιού για να καταπραΰνει τον πόνο. Η προσπάθεια που κατέβαλλε ήταν αρκετά έντονη, με αποτέλεσμα σταγόνες ιδρώτα να φανούν στο μέτωπό του παρά τον παγερό αέρα. Η απόδραση μέσα στη θύελλα είχε ζορίσει τον γοφό του, ο οποίος δεν είχε ανανήψει ακόμα.