Выбрать главу

«Είσαι σίγουρη για τις Θαλασσινές;» τη ρώτησε. Δεν είχε νόημα να αναφέρει ξανά την έλλειψη πλοίων. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν λίγοι οι άποικοι των Σωντσάν που είχαν διασκορπιστεί από το Έμπου Νταρ, και μάλλον θα υπήρχαν περισσότεροι από το Τάντσικο. Άσχετα από το πόσα πλοιάρια διέθεταν, ήταν αδύνατον να ξεριζωθούν μεμιάς όλοι οι Σωντσάν.

Η γυναίκα έκανε να απλώσει το χέρι της προς την περούκα της, δίστασε, κοίταξε συνοφρυωμένη τα κοντοκομμένα νύχια της και τελικά δίπλωσε τα χέρια της κάτω από τις μασχάλες. «Ως προς τι;» Ήξερε πολύ καλά ότι ο άντρας κρυβόταν πίσω από τη δραπέτευση των Ανεμοσκόπων, αλλά κανείς από τους δύο δεν είχε κάνει ειδική αναφορά στο θέμα. Ανέκαθεν απέφευγε να μιλάει για τις Άθα’αν Μιέρε. Πέρα απ’ όλα αυτά τα βυθισμένα πλοία και τους νεκρούς, η απελευθέρωση νταμέην ήταν ένα ακόμη αδίκημα που επέσυρε τη θανατική ποινή, άσε που, σύμφωνα με την αντίληψη των Σωντσάν, ήταν αηδιαστικό και θεωρούνταν εξίσου κακό με βιασμό ή παρενόχληση παιδιών. Βέβαια, είχε βάλει κι η ίδια το χεράκι της για την απελευθέρωση μερικών νταμέην, αλλά βάσει των προσωπικών κριτηρίων της αυτό ήταν το πιο ελαφρύ απ’ τα εγκλήματά της. Ωστόσο, ούτε γι’ αυτό μιλούσε συχνά. Υπήρχαν κάποια ζητήματα στα οποία τηρούσε σιγή ιχθύος.

«Είσαι σίγουρη για τις Ανεμοσκόπους που πιάστηκαν αιχμάλωτες; Άκουσα ότι τους κόβουν τα χέρια ή τα πόδια». Ο Ματ ξεροκατάπιε· το σάλιο του είχε πικρή γεύση. Είχε δει άντρες να πεθαίνουν, κι είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Κάποτε, μάλιστα, το Φως να τον συγχωρήσει, είχε σκοτώσει γυναίκα! Ακόμη κι οι πιο ζοφερές αναμνήσεις εκείνων των άλλων αντρών δεν ήταν ικανές να τον τσουρουφλίσουν τόσο βαθιά όσο αυτή. Μερικές μάλιστα από δαύτες ήταν τόσο μαύρες, που προτιμούσε να τις συνοδεύει με κάμποσο κρασί μόλις ανέβαιναν στην επιφάνεια. Πάντως, η σκέψη τού να κόψεις επί τούτου τα χέρια κάποιου τού προκαλούσε εμετό.

Το κεφάλι της Εγκήνιν τινάχτηκε και, προς στιγμήν, ο Ματ νόμισε πως η γυναίκα θα αγνοούσε την ερώτησή του. «Λόγια της Ρέννα, βάζω στοίχημα», σχολίασε εκείνη με μια αποπεμπτική κίνηση. «Μερικές σουλ’ντάμ λένε τέτοιες ανοησίες, για να φοβίσουν τις απείθαρχες νταμέην όταν τις πρωτοδένουν, αλλά κανείς δεν έχει εφαρμόσει κάτι τέτοιο εδώ και, χμ, έξι ή εφτά αιώνες. Όχι πολλοί, τουλάχιστον, κι όσοι είναι ανίκανοι να ελέγξουν την περιουσία τους δίχως... ακρωτηριασμούς... είναι εξ αρχής σέι’μοσίεβ». Το στόμα της συσπάστηκε από την αηδία, αν και δεν ήταν ξεκάθαρο κατά πόσον την αηδίαζε η σκέψη των ακρωτηριασμών ή των ίδιων των σέι’μοσίεβ.

«Άσχετα από ντροπές, το κάνουν πάντως», της αποκρίθηκε κοφτά ο Ματ. Για έναν Σωντσάν, οι σέι’μοσίεβ ήταν υπεράνω ντροπής, αλλά αμφέβαλλε κατά πόσον κάποιος που κόβει επί τούτου τα χέρια μιας γυναίκας μπορεί να αισθανθεί τόσο ταπεινωμένος ώστε ν’ αυτοκτονήσει. «Η Σούροθ ανήκει στην κατηγορία των "όχι πολλών";»

Η Σωντσάν τον αγριοκοίταξε κι η ματιά της ήταν εξίσου δηκτική με του Ματ, ακουμπώντας κατόπιν τις γροθιές στους γοφούς της. Έγειρε μπροστά με τα πόδια σε διάσταση, λες και βρισκόταν σε κατάστρωμα πλοίου, έτοιμη να μαλώσει κάποιον ανόητο ναύτη. «Η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ δεν έχει στην κατοχή της αυτές τις νταμέην, κοκορόμυαλε χωριάτη! Είναι ιδιοκτησία της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα. Η Σούροθ θα μπορούσε κάλλιστα να κόψει τις φλέβες της, όπως επίσης και να διατάξει και μια Αυτοκρατορική νταμέην να πράξει κάτι παρόμοιο. Αν ήθελε, θα το έκανε. Ποτέ, όμως, δεν άκουσα ότι ξεφτίλισε κάποιον. Θα προσπαθήσω να σ’ το εξηγήσω με απλά λόγια. Αν το σκυλί σου το σκάσει, δεν το σακατεύεις. Του δίνεις μερικές για να καταλάβει πως δεν πρέπει να το ξανακάνει, και το βάζεις πίσω, στο σκυλόσπιτο. Επιπλέον, οι νταμέην είναι...»

«Πολύτιμες», αποτελείωσε ξερά την πρότασή της ο Ματ. Το είχε ακούσει τόσο πολλές φορές, που του ερχόταν να ξεράσει.

Η γυναίκα αγνόησε τον σαρκασμό του, αν τον αντιλήφθηκε. Η εμπειρία του του έλεγε πως, αν μια γυναίκα δεν ήθελε με τίποτα να ακούσει κάτι, το αγνοούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αμφέβαλλες για το αν είχες μιλήσει καν. «Αρχίζεις να καταλαβαίνεις», του είπε με τη μακρόσυρτη προφορά της, νεύοντας. «Οι νταμέην για τις οποίες ανησυχείς τόσο δεν θα έχουν επάνω τους ούτε μία καμτσικιά πια». Το βλέμμα της στράφηκε στα πλοιάρια, στο λιμάνι κι, αργά-αργά, η γυναίκα πήρε μια έκφραση απώλειας, μια έκφραση που γινόταν ακόμα βαθύτερη από τη σκληράδα του προσώπου της. Διέτρεξε τα ακροδάχτυλά της με τους αντίχειρες. «Δεν θα το πίστευες αν σου έλεγα πόσο μου κόστισε η δική μου νταμέην», είπε με ήρεμη φωνή. «Όπως κι η αμοιβή της σουλ’ντάμ που τη φυλούσε. Θρόνους ολόκληρους άξιζε. Την έλεγαν Σεράιζα. Καλά εκπαιδευμένη κι ευαίσθητη. Αν την άφηνες, μπορούσε να καταβροχθίσει τόνους μελωμένα καρύδια, αλλά δεν την έπιανε ποτέ ναυτία και δεν ήταν ποτέ κατσούφα, όπως κάτι άλλες. Κρίμα που αναγκάστηκα να την αφήσω στο Κάντοριν. Μάλλον δεν θα την ξαναδώ». Αναστέναξε θλιμμένα.