«Είμαι σίγουρος πως κι εσύ της λείπεις», είπε ο Νόαλ, μ’ ένα αστραπιαίο χαμόγελο που αποκάλυπτε τα κενά ανάμεσα στα δόντια του. Αν μη τι άλλο, ακουγόταν ειλικρινής. Μπορεί και να ήταν. Ισχυριζόταν πως είχε δει χειρότερα από τις νταμέην και τις ντα’κοβάλε, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.
Η Εγκήνιν στυλώθηκε και τον κοίταξε συνοφρυωμένη, σαν να μην πίστευε στη συμπόνια που της έδειχνε. Ίσως, βέβαια, να είχε μόλις συνειδητοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο περιεργαζόταν τα πλοιάρια στο λιμάνι. Με μια αποφασιστική κίνηση, απομάκρυνε το βλέμμα της από τα νερά του λιμανιού. «Έδωσα εντολή να μην εγκαταλείψει κανείς τις άμαξες», είπε με σταθερή φωνή. Το πιθανότερο ήταν πως, ακούγοντας τον τόνο της φωνής της, το πλήρωμα του πλοίου της θ’ αναπηδούσε τρομαγμένο. Τίναξε το κεφάλι κι έστρεψε τη ματιά της μακριά από το ποτάμι, σα να περίμενε από τον Ματ και τον Νόαλ να αναπηδήσουν κι αυτοί τρομαγμένοι προς τα εκεί που έδειχνε.
«Αλήθεια;» είπε ο Ματ μειδιώντας. Κατάφερνε πάντα να παρουσιάζει ένα αυθάδικο χαμόγελο, το οποίο προκαλούσε αποπληξία στους διάφορους ανόητους που τον έπρηζαν. Η Εγκήνιν, φυσικά, κάθε άλλο παρά ανόητη ήταν —τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον— αλλά σίγουρα τον έπρηζε. Καπετάνισσα κι ευγενής ταυτόχρονα. Ο Ματ δεν ήξερε τι από τα δύο ήταν χειρότερο, αλλά αδιαφορούσε και για τα δύο! «Εγώ, πάντως, ήμουν έτοιμος να πάω προς τα εκεί, εκτός κι αν δεν τελείωσες ακόμα με το ψάρεμα, Νόαλ. Μπορούμε να περιμένουμε εδώ για λίγο».
Ο ηλικιωμένος άντρας, ωστόσο, ήδη έριχνε από το καλάθι στο νερό όσα ασημιά ψαράκια τού είχαν απομείνει. Τα χέρια του είχαν πάθει άσχημη ζημιά περισσότερες από μία φορές, κρίνοντας από τη σβολιασμένη τους εμφάνιση, αλλά δεν έπαυαν να είναι αρκετά επιδέξια για να τυλίξουν το σχοινί γύρω από το καλαμένιο σταλίκι. Στο λίγο διάστημα που ψάρευε, είχε πιάσει περίπου μια ντουζίνα ψάρια —το μεγαλύτερο περίπου ένα πόδι σε μήκος, με μια καλαμένια θηλιά να διαπερνά τα βράγχιά του— κι, αφού τα έβαλε στο καλάθι, το σήκωσε. Ισχυριζόταν πως, αν έβρισκε τα κατάλληλα πιπέρια, θα έφτιαχνε ένα ψάρι ψητό —από το Σάρα, αν είναι δυνατόν! Σαν να λέμε από το φεγγάρι!— που θα έκανε τον Ματ να ξεχάσει τους πόνους στον γοφό του. Βέβαια, κρίνοντας από τον τρόπο που ο Νόαλ έψαχνε τα πιπέρια, ο Ματ υποψιαζόταν πως ο λόγος που θα ξεχνούσε τους πόνους του θα ήταν από την αναζήτηση λίγης μπύρας για να δροσίσει τη γλώσσα του.
Η Εγκήνιν, περιμένοντας ανυπόμονα, δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στο μειδίαμα του Ματ, οπότε εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της. Αν ήταν να επιστρέψουν, καλύτερα να ξεκινούσαν. Η γυναίκα απομάκρυνε το χέρι του από τον ώμο της. Είχε την ικανότητα να κάνει μερικές κυρίες που γνώριζε ο Ματ να μοιάζουν με γκαρσόνες.
«Υποτίθεται πως είμαστε εραστές», της υπενθύμισε ο Ματ.
«Δεν μας βλέπει κανείς εδώ», γρύλισε η Εγκήνιν.
«Πόσες φορές πρέπει να σ’ το πω, Λέιλγουιν;» Αυτό το όνομα χρησιμοποιούσε, ισχυριζόμενη πως ήταν Ταραμπονέζικο. Εν πάση περιπτώσει, δεν ηχούσε διόλου σαν τα ονόματα των Σωντσάν. «Αν δεν κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου μέχρι να προσέξουμε κάποιον να μας παρατηρεί, θα φαινόμαστε πολύ παράξενο ζευγάρι για όσους μας βλέπουν, αλλά εμείς δεν τους βλέπουμε».
Η γυναίκα ρουθούνισε περιφρονητικά, αλλά αυτή τη φορά τον άφησε να περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της και γλίστρησε και το δικό της γύρω από τη μέση του. Πάντως, καλού-κακού, του έριξε και μια προειδοποιητική ματιά.
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. Η γυναίκα δεν ήξερε τι της γινόταν αν νόμιζε πως ο ίδιος το απολάμβανε. Οι περισσότερες έβαζαν στους ώμους τους βάτες —εκείνες που του άρεσαν, τουλάχιστον— αλλά το να αγκαλιάζεις την Εγκήνιν ήταν σαν να αγκαλιάζεις φράχτη. Ήταν εξίσου σκληρή κι άκαμπτη. Αδυνατούσε να καταλάβει τι της έβρισκε ο Ντόμον. Ίσως η ίδια να μην είχε αφήσει άλλη επιλογή στον Ιλιανό. Σε τελική ανάλυση, τον είχε αγοράσει, όπως αγοράζεις ένα άλογο. Που να καώ, ποτέ μου δεν θα καταλάβω αυτούς τους Σωντσάν, σκέφτηκε. Όχι ότι το ήθελε κιόλας, απλώς έπρεπε.
Καθώς ξεμάκρυναν, ο Ματ έριξε μια τελευταία ματιά στο λιμάνι κι ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Δύο μικρά πλοιάρια βγήκαν μέσα από ένα φαρδύ τείχος ομίχλης, που προχωρούσε αργά με κατεύθυνση το λιμάνι. Προχωρούσε ενάντια στον άνεμο. Είχε έρθει η ώρα για αναχώρηση, ίσως μάλιστα να είχε παρέλθει κιόλας.