Выбрать главу

Ήταν κάτι παραπάνω από δύο μίλια απόσταση από το ποτάμι έως τον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, μέσα από την κυματιστή ύπαιθρο, καλυμμένη με το καφετί χειμωνιάτικο γρασίδι και τα βάτα και τα διασκορπισμένα εδώ κι εκεί σύδεντρα, τις μπερδεμένες περικοκλάδες και τα θάμνα, πολύ παχιά για να τα διαπεράσεις, ακόμα κι αν ήταν άφυλλα. Δύσκολα θα ονόμαζε κανείς αυτά τα υψώματα λόφους, πόσω μάλλον αν είχε σκαρφαλώσει στους Λόφους της Άμμου και στα Όρη της Ομίχλης σε νεαρή ηλικία —υπήρχαν κάποια κενά στη μνήμη του, αλλά ο Ματ θυμόταν μερικά πράγματα— αλλά πριν περάσει πολλή ώρα, ένιωθε ευγνώμων που είχε περασμένο το χέρι του γύρω από κάποιον. Είχε μείνει ακίνητος πολλή ώρα πάνω σ’ εκείνον τον καταραμένο βράχο. Ο παλλόμενος πόνος στον γοφό του είχε εξασθενήσει σε μια αμυδρή ενόχληση, αλλά ο Ματ εξακολουθούσε να κουτσαίνει, κι αν δεν τον στήριζε κάποιος, θα παραπατούσε στην πλαγιά. Βέβαια, δεν έγερνε εξ ολοκλήρου πάνω στην Εγκήνιν, αλλά και μόνο που είχε ένα στήριγμα, τον βοηθούσε να βαδίζει σταθερά. Η γυναίκα τον κοίταξε συνοφρυωμένη, σαν να νόμιζε ότι ο Ματ προσπαθούσε να πάρει το πάνω χέρι.

«Αν έκανες όσα σου είπαν», γρύλισε προς το μέρος του, «δεν θα χρειαζόταν να σε κουβαλάω».

Ο Ματ φανέρωσε ξανά τα δόντια του, όμως αυτή τη φορά δεν καμώθηκε καν πως χαμογελούσε. Η άνεση με την οποία γοργοπόδιζε πλάι τους ο Νόαλ, χωρίς να χάνει βήμα, παρ’ ότι ισορροπούσε με το ένα χέρι το καλάθι με τα ψάρια στον γοφό του, ενώ με το άλλο κουβαλούσε το καλάμι του ψαρέματος, ήταν κάπως ακατανόητη. Αν κι έμοιαζε καταβεβλημένος, ο ηλικιωμένος άντρας ήταν αρκετά σφριγηλός, μερικές φορές δε η ζωηράδα του ξεπερνούσε κάθε όριο.

Ο δρόμος που ακολουθούσαν έστριβε βόρεια της Τροχιάς του Ουρανού, με τις μακρόστενες ανοικτές κερκίδες από καλογυαλισμένα, πέτρινα καθίσματα όπου, όταν το επέτρεπε ο καιρός, οι πλούσιοι ευεργέτες κάθονταν σε μαξιλαράκια κάτω από πολύχρωμες πάνινες τέντες για να παρακολουθήσουν τις ιπποδρομίες. Τώρα, οι τέντες κι οι πάσσαλοι είχαν στοιβαχτεί, τα άλογα βρίσκονταν στους στάβλους τους —όσα είχαν αφήσει οι Σωντσάν τουλάχιστον— και τα καθίσματα ήταν άδεια. Μονάχα μια χούφτα πιτσιρίκια ανεβοκατέβαιναν τις κερκίδες παίζοντας κυνηγητό. Στον Ματ άρεσαν τα άλογα κι οι ιπποδρομίες, αλλά το βλέμμα του άφησε την Τροχιά και στράφηκε προς την κατεύθυνση του Έμπου Νταρ. Πίσω από κάθε ύψωμα γίνονταν ορατοί οι ογκώδεις, λευκοί προμαχώνες της πόλης, με αρκετό φάρδος ώστε να υποστηρίζουν έναν δρόμο που, από την κορυφή τους, έκανε τον γύρο της πόλης. Το αγνάντεμα του παρείχε δικαιολογία να κάνει μια στάση. Ανόητη γυναίκα! Το ότι ο Ματ κούτσαινε λιγάκι δεν σήμαινε σε καμιά περίπτωση ότι εκείνη τον κουβαλούσε! Κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, να σφίξει τα δόντια και να μην γκρινιάζει. Γιατί δεν μπορούσε να κάνει κι αυτή το ίδιο;

Στο εσωτερικό της πόλης, λευκές οροφές και τείχη, άσπροι θόλοι κι οβελίσκοι, κυκλωμένοι με λεπτές χρωματιστές ταινίες, λαμπύριζαν στο γκρίζο φως του πρωινού, δίνοντας την εντύπωση ενός γαλήνιου τοπίου. Ο Ματ δεν κατόρθωσε να διακρίνει τα κενά που είχαν δημιουργηθεί από τα καμένα κτήρια. Μια μακρόστενη σειρά από αγροτικά κάρα με ψηλούς τροχούς, που τα έσερναν βόδια, κυλούσαν μέσα από την πλατιά, αψιδωτή πύλη που άνοιγε στον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, άντρες και γυναίκες που κατευθύνονταν στην αγορά της πόλης με όποια πραμάτεια είχαν για πούλημα, παρότι ο χειμώνας ήταν προχωρημένος, και καταμεσής αυτής της σειράς υπήρχε μια εμπορική ακολουθία από μεγάλα κάρα καλυμμένα με καναβάτσο, τα οποία σέρνονταν από ομάδες των έξι ή οκτώ αλόγων, κουβαλώντας πραμάτεια από το Φως μόνο ήξερε πού. Εφτά ακόμα ακολουθίες, από τέσσερα έως δέκα κάρα, έμεναν παραταγμένες στο πλάι του δρόμου περιμένοντας τους φρουρούς της πύλης να τελειώσουν τους ελέγχους. Το εμπόριο δεν σταματούσε ποτέ όσο έλαμπε ο ήλιος, άσχετα από το ποιος διοικούσε την πόλη, εκτός κι αν είχαν ξεκινήσει συρράξεις. Κάποιες φορές, μάλιστα, δεν σταματούσε ούτε τότε. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν από την αντίθετη μεριά ήταν στην πλειονότητά τους Σωντσάν, στρατιώτες στοιχισμένοι σε αυστηρές γραμμές, με τις τμηματικές πανοπλίες τους με τις βαμμένες ρίγες και τις περικεφαλαίες που έμοιαζαν με κεφάλια τεράστιων εντόμων. Μερικοί παρέλαυναν πεζοί κι άλλοι έφιπποι. Οι ευγενείς ήταν πάντα έφιπποι, φορώντας στολισμένους μανδύες, πλισαρισμένα ρούχα ιππασίας και πέπλα από δαντέλα ή ογκώδη παντελόνια και μακρόστενα πανωφόρια. Οι άποικοι Σωντσάν αναχωρούσαν κι αυτοί από την πόλη, μια ολόκληρη ακολουθία από άμαξες γεμάτες με αγρότες και τεχνίτες μαζί με τα εργαλεία τους. Οι άποικοι είχαν ήδη αρχίσει να φεύγουν με το που κατέβηκαν από τα πλοία, αλλά θα περνούσαν βδομάδες μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος. Ήταν μια γαλήνια σκηνή καθημερινότητας, αν αγνοούσες όσα κρύβονταν από πίσω, αλλά κάθε φορά που έφταναν σε σημείο που μπορούσε να αντικρίσει τις πύλες, ο νους του πήγαινε έξι νύχτες πριν, και βρισκόταν και πάλι εκεί, στις ίδιες πύλες.