Η θύελλα είχε χειροτερέψει καθώς διέσχιζαν την πόλη από το Παλάτι Τάρασιν. Η βροχή ήταν καταιγιστική κι οι σταγόνες της έπεφταν βαριές στη σκοτεινιασμένη πόλη, κάνοντας το λιθόστρωτο να γλιστράει κάτω από τις οπλές των αλόγων, ενώ ο άνεμος λυσσομανούσε έξω από τη Θάλασσα των Καταιγίδων, μετατρέποντας τις σταγόνες της βροχής σε εκσφενδονιζόμενες πέτρες και τινάζοντας τους μανδύες με τέτοια ένταση, που δεν είχε νόημα να πασχίζεις να κρατηθείς στεγνός. Τα σύννεφα έκρυβαν τη σελήνη, ενώ ο κατακλυσμός έμοιαζε να πνίγει το φως των φανών που βαστούσαν ο Μπλάερικ κι ο Φεν, οι οποίοι προπορεύονταν των υπολοίπων. Ύστερα, μπήκαν στον μακρόστενο διάδρομο που διαπερνούσε τα τείχη της πόλης, βρίσκοντας προσωρινό καταφύγιο από τη βροχή. Το διαπεραστικό σφύριγμα του ανέμου έκανε την ψηλοτάβανη σήραγγα να μοιάζει με αυλό. Οι φρουροί της πύλης περίμεναν στο εσωτερικό της αντικριστής μεριάς του διαδρόμου, τέσσερις εκ των οποίων κρατούσαν επίσης φανούς. Καμιά δεκαριά ακόμη, οι μισοί Σωντσάν, έφεραν πελέκια που μπορούσαν να χτυπήσουν έφιππο άντρα και να τον ρίξουν κάτω. Δύο Σωντσάν χωρίς περικεφαλαίες τούς παρατηρούσαν από τη φωτισμένη είσοδο του φυλακίου, που ήταν χτισμένο πάνω στον τοίχο με τον λευκό γύψο, ενώ πίσω τους διακρίνονταν κινούμενες σκιές, οι οποίες μαρτυρούσαν ότι υπήρχαν κι άλλοι. Ήταν αρκετοί για να τους αντιμετωπίσουν χωρίς να τραβήξουν την προσοχή, ίσως μάλιστα να ήταν αδύνατον να τους αντιμετωπίσουν καν. Αν ο Ματ επιχειρούσε κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να έσκαγε στα χέρια του πυροτέχνημα των Φωτοδοτών.
Ωστόσο, δεν ήταν οι φρουροί ο κίνδυνος, όχι ο κύριος κίνδυνος τουλάχιστον. Μια ψηλή γυναίκα με πλαδαρό πρόσωπο, που φορούσε ένα μπλε φόρεμα με σκιστή φούστα, η οποία της έφτανε έως τον αστράγαλο κι απεικόνιζε ασημιές αστραπές πάνω σε κόκκινα φατνώματα, προσπέρασε τους άντρες στην είσοδο του φυλακίου. Ένα μακρύ ασημένιο μεταλλικό λουρί ήταν τυλιγμένο στο αριστερό χέρι της σουλ’ντάμ και το ελεύθερο άκρο του τη συνέδεε με την ψαρομάλλα με το σκούρο γκρι φόρεμα, που την ακολουθούσε μ’ ένα ανυπόμονο πλατύ μειδίαμα. Ο Ματ ήξερε ότι θα ήταν εκεί. Οι Σωντσάν είχαν τοποθετήσει πλέον σουλ’ντάμ και νταμέην σε κάθε πύλη. Ίσως στο εσωτερικό να υπήρχε άλλο ένα ζευγάρι, μπορεί και δύο. Δεν σκόπευαν να αφήσουν μια γυναίκα ικανή να διαβιβάσει να ξεφύγει από τα δίχτυα τους. Το ασημένιο μενταγιόν με την κεφαλή της αλεπούς, κάτω από την πουκαμίσα του, ήταν κρύο πάνω στο στήθος του. Δεν επρόκειτο για την παγωνιά που μαρτυρούσε ότι κάποιος αγκαλιάζει την Πηγή εκεί κοντά, ήταν απλώς η συσσωρευμένη κρυάδα της νύχτας κι η παγωμένη του επιδερμίδα που δεν του επέτρεπαν να ζεσταθεί, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει για να περιμένει. Μα το Φως, απόψε έκανε ταχυδακτυλουργίες με βεγγαλικά κι αναμμένα φυτίλια!
Οι φρουροί ίσως να παραξενεύονταν, βλέποντας μια ευγενή να φεύγει από το Έμπου Νταρ καταμεσής της νύχτας και με τέτοιον καιρό, με περισσότερους από δέκα υπηρέτες και μια ολόκληρη ακολουθία υποζυγίων, που έδιναν την εντύπωση μακρινού ταξιδιού, αλλά η Εγκήνιν ανήκε στη Γενιά, και πάνω στον μανδύα της ήταν κεντημένος ο αετός με τα ασπρόμαυρα φτερά του απλωμένα πλέρια, ενώ τα μακριά δάχτυλα στα κόκκινα γάντια ιππασίας ταίριαζαν απόλυτα με τα νύχια της. Οι κοινοί στρατιώτες δεν ρωτούσαν ποτέ για τις προθέσεις της Γενιάς, ακόμα κι αν επρόκειτο για την κατώτερη Γενιά. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε πως δεν υπήρχαν διάφορα τυπικά. Όποιος ήθελε, μπορούσε να φύγει από την πόλη όποτε επιθυμούσε, αλλά οι Σωντσάν κατέγραφαν τις κινήσεις των νταμέην, και τρεις από δαύτες κατευθύνθηκαν προς το μέρος της ακολουθίας, με τα κεφάλια κατεβασμένα και τα πρόσωπα καλυμμένα με τις κουκούλες των γκρίζων μανδυών τους, καθεμία συνδεδεμένη με μια έφιππη σουλ’ντάμ μέσω του ασημένιου λουριού που λεγόταν α’ντάμ.
Η σουλ’ντάμ με το πλαδαρό πρόσωπο τις προσπέρασε δίχως να τους ρίξει ματιά, σουλατσάροντας κατά μήκος της σήραγγας. Η νταμέην της, ωστόσο, κοιτούσε έντονα όποια γυναίκα προσπερνούσαν, ανιχνεύοντας κατά πόσον μπορούσε να διαβιβάσει, κι ο Ματ κράτησε την ανάσα του μόλις η γυναίκα σταμάτησε πλάι στην τελευταία έφιππη νταμέην και την κοίταξε ελαφρώς συνοφρυωμένη. Όσο και να του χαμογελούσε η τύχη, δύσκολα θα στοιχημάτιζε ότι μία Σωντσάν δεν θα αναγνώριζε το αγέραστο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι αν κοιτούσε μέσα από την κουκούλα. Βέβαια, υπήρχαν κι Άες Σεντάι που εκτελούσαν χρέη νταμέην, αλλά τι πιθανότητες υπήρχαν να ήταν τέτοιες και οι τρεις γυναίκες της Εγκήνιν; Μα το Φως, πόσο πιθανό ήταν να κατέχει τρεις γυναίκες ένα μέλος της κατώτερης Γενιάς;