Η γυναίκα με το πλαδαρό πρόσωπο πλατάγισε τη γλώσσα της σαν να απευθυνόταν σε σκυλάκι, τράβηξε το α’ντάμ κι η νταμέην την ακολούθησε χωρίς δισταγμό. Δεν έψαχναν τόσο για απλές νταμέην, όσο για μαράθ’νταμέην που είχαν βαλθεί να ξεφύγουν από το λουρί. Ο Ματ νόμιζε πως θα πνιγόταν. Ο ήχος των ζαριών που χόρευαν στο κεφάλι του ήταν αρκετά δυνατός ώστε να ανταγωνίζεται το περιστασιακό μπουμπουνητό των μακρινών κεραυνών. Κάτι δεν θα πήγαινε καθόλου καλά. Το ήξερε.
Ο αξιωματικός των φρουρών, ένας ρωμαλέος Σωντσάν με πλαγιαστά μάτια, σαν Σαλδαίος, αλλά με ωχρή, μελιά επιδερμίδα, έκανε μια ευγενική υπόκλιση και προσκάλεσε την Εγκήνιν στο εσωτερικό του φυλακίου για να της προσφέρει μια κούπα αρωματικό κρασί, ενώ ένας γραφέας σημείωνε τις πληροφορίες σχετικά με τις νταμέην. Τα περισσότερα φυλάκια που είχε δει ο Ματ ήταν γυμνά, αλλά στο συγκεκριμένο το ακτινοβόλο φως των φανών, που ήταν τοποθετημένοι στις χαραμάδες, το έκανε να δείχνει σχεδόν ελκυστικό. Βέβαια, κι ένα νηπενθές θα έμοιαζε εξαιρετικά ελκυστικό σε μια μύγα. Ήταν περιχαρής που οι σταγόνες της βροχής έσταζαν από την κουκούλα του μανδύα του κι έπεφταν πάνω στο πρόσωπό του. Έτσι, έκρυβαν τον ιδρώτα του εκνευρισμού του. Πήρε ένα από τα μαχαίρια του και το τοποθέτησε σε επίπεδη θέση στην κορυφή του μακρόστενου μπόγου που ήταν απλωμένος πάνω στη σέλα του. Σε αυτή τη θέση, κανείς από τους στρατιώτες δεν θα το πρόσεχε. Αισθανόταν τη γυναίκα στο εσωτερικό του υφάσματος να αναπνέει κάτω από τα χέρια του, κι οι ώμοι του σφίχτηκαν, φοβούμενος πως από στιγμή σε στιγμή θα φώναζε για βοήθεια. Η Σελούσια οδήγησε το άλογά της πλάι του και τον περιεργάστηκε μέσα από την κουκούλα της, με τη χρυσαφιά της πλεξούδα κρυμμένη, χωρίς καν να ρίξει ματιά στη σουλ’ντάμ και στην νταμέην που την προσπέρασαν. Μία κραυγή της Σελούσια αρκούσε για να τα καταστρέψει όλα. Ο Ματ θεωρούσε πως η απειλή ενός μαχαιριού ανάγκαζε τις γυναίκες να σιωπήσουν —ήταν απαραίτητο να έχουν την εντύπωση πως, για να το χρησιμοποιήσει, θα πρέπει να ήταν ή εντελώς απεγνωσμένος ή αρκετά τρελός— αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι εντελώς σίγουρος. Για πολλά πράγματα δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, μια κι όλα κρέμονταν από μια κλωστή ή πήγαιναν στραβά.
Θυμόταν να κρατάει την ανάσα του και ν’ αναρωτιέται πότε θα πρόσεχε κάποιος ότι ο μπόγος που κουβαλούσε είχε επάνω του πλούσια κεντήματα και θα τον ρωτούσε γιατί τον άφηνε να μουσκεύει στη βροχή. Αναρωτιόταν και ταυτόχρονα έβριζε τον εαυτό του που είχε αδράξει την πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Στη μνήμη ενός ανθρώπου όλα κυλούν με αργούς ρυθμούς. Η Εγκήνιν ξεπέζεψε και πάσαρε τα γκέμια στον Ντόμον, ο οποίος τα πήρε υποκλινόμενος από τη σέλα του. Η κουκούλα του Ντόμον ήταν ριγμένη πίσω, αρκετά ώστε να αποκαλύπτει το ξυρισμένο από τη μια μεριά κεφάλι του και τα υπόλοιπα μαλλιά του, τα οποία σχημάτιζαν πλεξούδα που έπεφτε στους ώμους του. Βροχοσταλίδες έσταζαν από την κοντή γενειάδα του στιβαρού Ιλιανού, ο οποίος δεν είχε πρόβλημα να επιδεικνύει την άκαμπτη αλαζονεία ενός σο’τζίν, κληρονομικά ανώτερου υπηρέτη κάποιου που ανήκε στη Γενιά —κάτι που σχεδόν εξίσωνε τον ίδιο με τα μέλη της— και, σαφώς, ανώτερου από οποιονδήποτε κοινό στρατιώτη. Η Εγκήνιν έριξε μια ματιά προς το μέρος του Ματ και του φορτίου του· το πρόσωπό της ήταν μια παγωμένη μάσκα, που κάλλιστα θα ερμήνευε κάποιος ως υπεροψία, αν δεν ήξερε πόσο τρομαγμένη ήταν εξαιτίας του εγχειρήματός τους. Η ψηλή σουλ’ντάμ κι η νταμέην της, έχοντας τελειώσει την επιθεώρησή τους, άρχισαν να ανεβαίνουν με γοργό βηματισμό τη σήραγγα. Ο Βάνιν, λίγο πιο πίσω από τον Ματ, ηγούμενος ενός κοπαδιού υποζυγίων και καθισμένος πάνω στο άλογό του σαν να καθόταν πάνω σε σακί με ξύγκι, έγειρε πάνω στη σέλα του κι έφτυσε. Ο Ματ δεν είχε ιδέα γιατί το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν τόσο έντονα καταγεγραμμένο στη μνήμη του. Ο Βάνιν έφτυσε κι οι σάλπιγγες ήχησαν, εξασθενημένα και διαπεραστικά από απόσταση, πολύ πιο πίσω τους, από τη μεριά του νότιου μέρους της πόλης, εκεί όπου ο κόσμος σχεδίαζε να ανατινάξει τα αποθέματα των Σωντσάν που ήταν αποθηκευμένα κατά μήκος του Δρόμου του Κόλπου.
Ο αξιωματικός της φρουράς κοντοστάθηκε στο άκουσμα των σαλπισμάτων, μα ξάφνου μια κωδωνοκρουσία αντήχησε σ’ ολόκληρη την πόλη, έπειτα άλλη μία. Ύστερα, κλαγγή από εκατοντάδες καμπάνες έμοιαζε να σημαίνει συναγερμό μέσα στη νύχτα, καθώς ο σκοτεινός ουρανός σκιζόταν από τις αστραπές που γεννούσαν μια ανείπωτη καταιγίδα, ασημογάλαζες φωτεινές δέσμες που μαχαίρωναν το εσωτερικό των τειχών. Έλουζαν τη σήραγγα με φως που αστραποβολούσε. Και τότε, άρχισαν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά, εν μέσω των εκρήξεων στην πόλη.