Выбрать главу

Προς στιγμήν, ο Ματ καταράστηκε τις Ανεμοσκόπους επειδή κινήθηκαν νωρίτερα απ’ ό,τι είχαν υποσχεθεί, αλλά συνειδητοποίησε ότι τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του είχαν πάψει να χορεύουν. Γιατί; Ήθελε να αρχίσει ξανά να βλαστημάει, αλλά ούτε γι’ αυτό είχε χρόνο. Την επόμενη στιγμή, ο αξιωματικός παρότρυνε βιαστικά την Εγκήνιν να ανέβει στη σέλα της και να απομακρυνθεί, δίνοντας ταχύτατες διαταγές στους άντρες που ξεχύνονταν από το φυλάκιο, αναθέτοντας σε κάποιον να τρέξει στην πόλη, για να δει τι συμβαίνει, και στοιχίζοντας τους υπολοίπους, για να αντιμετωπίσουν οποιουδήποτε είδους απειλή, ασχέτως αν προερχόταν εκ των έσω ή απ’ έξω. Η γυναίκα με το πλαδαρό πρόσωπο έτρεξε μαζί με την νταμέην της κοντά στους στρατιώτες μαζί με ένα άλλο ζευγάρι γυναικών συνδεδεμένων με α’ντάμ, οι οποίες βγήκαν τρέχοντας από το φυλάκιο. Ο Ματ κι οι υπόλοιποι ξεχύθηκαν καλπάζοντας στην καταιγίδα, κουβαλώντας μαζί τους τρεις Άες Σεντάι, δύο εκ των οποίων ήταν διαφυγούσες νταμέην, και την απαχθείσα διάδοχο του Κρυστάλλινου Θρόνου των Σωντσάν, ενώ πίσω τους μια ακόμα χειρότερη καταιγίδα ξεσπούσε πάνω από το Έμπου Νταρ. Αστραπές, πυκνές σαν χορτάρια...

Ριγώντας, ο Ματ επανήλθε στην πραγματικότητα. Η Εγκήνιν τον στραβοκοίταξε, σκουντώντας τον απότομα. «Οι εραστές που είναι πιασμένοι χεράκι-χεράκι, δεν βιάζονται», μουρμούρισε. «Απλώς... σουλατσάρουν». Κάγχασε. Ο Ντόμον θα πρέπει να είχε τυφλωθεί από έρωτα. Ή αυτό ή είχε φάει κάμποσα χτυπήματα στο κεφάλι.

Εν πάση περιπτώσει, τα χειρότερα είχαν περάσει. Ο Ματ ήλπιζε ότι το χειρότερο ήταν να βγουν από την πόλη. Από τη στιγμή εκείνη, δεν αισθανόταν τα ζάρια στο μυαλό του, κάτι που ήταν ανέκαθεν κακό σημάδι. Τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω ήταν όσο πιο μπερδεμένα γινόταν, κι ήταν σίγουρος πως κάποιος θα έπρεπε να είναι εξίσου τυχερός με τον ίδιο για να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Οι Αναζητητές έψαχναν τα ίχνη της Εγκήνιν από την προηγούμενη κιόλας νύχτα —τώρα μάλιστα θα είχε επικηρυχθεί, επειδή, μεταξύ άλλων, είχε κλέψει και μια νταμέην— αλλά οι αρχές θα νόμιζαν πως το είχε σκάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν κι ότι βρισκόταν ήδη σε απόσταση αρκετών λευγών από το Έμπου Νταρ, όχι ότι θα καθόταν λίγο πιο έξω από την πόλη. Τίποτα, εκτός από κάποιον συμπτωματικό συγχρονισμό, δεν τη συνέδεε με την Τουόν ή με τον Ματ, κι αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Η Τάυλιν σίγουρα θα τον κατηγορούσε για όλα —καμία γυναίκα δεν θα συγχωρούσε έναν άντρα που την είχε δέσει και την είχε χώσει κάτω από το κρεβάτι, ακόμα και κατόπιν δική της προτροπής— αλλά με λίγη τύχη δεν θα κρινόταν ύποπτος για οτιδήποτε άλλο είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα. Με λίγη τύχη, το όνομά του δεν θα βρισκόταν στο μυαλό κανενός εκτός από της Τάυλιν. Το να δένεις κόμπο μια βασίλισσα σαν να είναι γουρουνάκι προς πώληση αρκούσε ως λόγος για να σε εκτελέσουν, αλλά έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν και τα μουχλιασμένα κρεμμύδια παράλληλα με την εξαφάνιση της Κόρης των Εννέα Φεγγαριών, και τι σχέση είχε με όλα αυτά το Παιχνιδάκι της Τάυλιν; Ο Ματ εξακολουθούσε να είναι θυμωμένος που τον αντιμετώπιζαν ακόμα σαν τσιράκι της —κι ακόμα χειρότερα, σαν το αγαπημένο της ζωάκι!— αλλά η κατάσταση αυτή είχε και κάμποσα πλεονεκτήματα.

Πίστευε πως ήταν ασφαλής —από τους Σωντσάν, τουλάχιστον— ωστόσο υπήρχε κάτι που τον ενοχλούσε, σαν αγκάθι στο πόδι του. Βέβαια, δεν ήταν και λίγα αυτά που τον ενοχλούσαν, και τα περισσότερα είχαν να κάνουν με την ίδια την Τουόν, αλλά το συγκεκριμένο αγκάθι ήταν εξαιρετικά μυτερό. Η εξαφάνιση της Τουόν ήταν υπερβολικά τρομακτική, σαν να ’χε χαθεί ο ήλιος μεσημεριάτικα, αλλά κανείς δεν βρισκόταν στο πόδι. Κανείς! Δεν είχε γίνει η παραμικρή ανακοίνωση, δεν υπήρχαν αμοιβές κι επικηρύξεις, κανείς δεν είχε ζητήσει λύτρα και κανείς στρατιώτης με διαπεραστική ματιά δεν έκανε ελέγχους σε κάθε κάρο κι άμαξα σε μια απόσταση μιλίων, ούτε προχωρούσε καλπάζοντας για να ξετρυπώσει κάθε κρυψώνα κι εσοχή όπου θα μπορούσε να κρυφτεί μια γυναίκα. Εκείνες οι παλιές αναμνήσεις τού μιλούσαν για κάτι σχετικό με κάποια βασίλισσα που είχε απαχθεί, αλλά μ’ εξαίρεση τους απαγχονισμούς και τα καμένα πλοιάρια στο λιμάνι, εξωτερικά το Έμπου Νταρ έμοιαζε αναλλοίωτο από τη μέρα πριν από την απαγωγή. Η Εγκήνιν ισχυριζόταν πως η έρευνα θα διεξαγόταν με πλήρη μυστικότητα κι ότι πολλοί από τους ίδιους τους Σωντσάν μπορεί να μην είχαν πάρει είδηση την απουσία της Τουόν. Οι εξηγήσεις της είχαν να κάνουν με το σοκ που θα πάθαιναν στην Αυτοκρατορία, τους κακούς οιωνούς που προμηνύονταν για την Επιστροφή και τον χαμό του σέι’τάερ. Κρίνοντας από τα λεγόμενά της, θα έλεγε κανείς πως πίστευε κάθε της λέξη, αλλά ο Ματ δεν έδινε δεκάρα για όσα έλεγε. Μπορεί οι Σωντσάν να ήταν παράξενος λαός, αλλά όχι τόσο. Η σιγαλιά που βασίλευε στο Έμπου Νταρ τον ανατρίχιαζε. Διαισθανόταν πως αυτή η σιωπή έκρυβε παγίδες. Μόλις έφθασαν στον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, ένιωσε ευγνώμων που η πόλη κρύφτηκε πίσω από τους χαμηλούς λόφους.