Выбрать главу

Ο δρόμος ήταν μια φαρδιά δημοσιά, μια μεγάλη εμπορική λεωφόρος, αρκετά πλατιά για να χωρούν παράπλευρα πέντε ή έξι άμαξες, και μάλιστα χωρίς στρίμωγμα, με μια επιφάνεια από χώμα και λάσπη, που εκατοντάδες χρόνια χρήσης την είχαν πατικώσει και σκληρύνει, κάνοντάς τη να μοιάζει με τα αρχαία λιθόστρωτα που έβλεπες πού και πού να εξέχουν σε κάποιες άκρες ή γωνίες μερικές ίντσες στον αέρα. Ο Ματ κι η Εγκήνιν διέσχισαν βιαστικά τον δρόμο, μέχρι το χείλος της άλλης πλευράς, με τον Νόαλ να τους ακολουθεί κατά πόδας, ανάμεσα σε μια εμπορική αμαξοστοιχία που προχωρούσε θορυβωδώς προς την πόλη, κάτω από την επίβλεψη μιας βλογιοκομμένης γυναίκας και δέκα αντρών με άγριο βλέμμα, που φορούσαν πέτσινα γιλέκα καλυμμένα με μεταλλικούς δίσκους, ενώ μια ολόκληρη συστοιχία από τις αποικιακές άμαξες με την αλλόκοτη φτιαξιά, που κατέληγε σε μια μυτερή απόληξη, κατευθύνονταν βόρεια, άλλες συρόμενες από άλογα και μουλάρια κι άλλες από βόδια. Παρέες από ξυπόλητα πιτσιρίκια ανάμεσα στις άμαξες κατηύθυναν με τα ραβδιά ένα κοπάδι γίδες με τέσσερα κέρατα και μακρύ, μαύρο μαλλί, και μερικές τεράστιες άσπρες αγελάδες με μεγάλα προγούλια. Στα νώτα των αμαξών, ένας άντρας με φαρδιές μπλε βράκες και στρογγυλό κόκκινο σκούφο έσερνε έναν ογκώδη καμπουρωτό ταύρο από ένα παχύ σχοινί δεμένο σ’ έναν κρίκο στη μύτη του. Μ’ εξαίρεση τα ρούχα του, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Διποταμίτης. Καθώς προχωρούσε στην ίδια κατεύθυνση, έριξε μια ματιά στον Ματ και στους υπολοίπους, λες κι ήταν έτοιμος να πει κάτι, αλλά περιορίστηκε σ’ ένα νεύμα και προχώρησε δίχως να τους ξανακοιτάξει. Το κούτσαμα του Ματ τούς ανάγκαζε να μην προχωρούν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να τους προσπερνούν οι άποικοι, αργά αλλά σταθερά.

Με τους ώμους σκυφτούς, αδράχνοντας σφιχτά το μαντίλι κάτω από το πηγούνι με το ελεύθερο χέρι της, η Εγκήνιν ξεφύσηξε και χαλάρωσε τη λαβή στα πλευρά του Ματ, μια λαβή που είχε καταντήσει σχεδόν οδυνηρή. Μία στιγμή αργότερα, η γυναίκα κορδώθηκε κι αγριοκοίταξε την πλάτη του αγρότη που απομακρυνόταν, λες κι ήταν έτοιμη να τον κυνηγήσει και να τον δείρει. Επιπλέον, λες κι αυτό δεν ήταν αρκετά άσχημο από μόνο του, μόλις ο αγρότης απομακρύνθηκε κάπου είκοσι βήματα, το άγριο βλέμμα της στράφηκε σε μια παρέα Σωντσάν στρατιωτών, οι οποίοι παρήλαυναν στη μέση του δρόμου με ρυθμικό βηματισμό, που σύντομα θα ξεπερνούσε αυτόν των αποίκων. Ήταν περίπου διακόσιοι σε ουλαμό των τεσσάρων, ακολουθούμενοι από ένα ετερόκλιτο πλήθος αμαξών, συρόμενων από μουλάρια και καλυμμένων με σφιχτοδεμένο καραβόπανο. Το μέσον της δημοσιάς είχε αφεθεί ελεύθερο για στρατιωτική χρήση. Μισή ντουζίνα έφιπποι αξιωματικοί με περικεφαλαίες που έφεραν λεπτοκαμωμένα φτερά, κρύβοντας ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια, προχωρούσαν επικεφαλής του ουλαμού, χωρίς να κοιτάνε ούτε αριστερά ούτε δεξιά, και με τους πορφυρούς τους μανδύες όμορφα απλωμένους στα καπούλια των αλόγων. Το λάβαρο που ακολουθούσε κατά πόδας τους αξιωματικούς ήταν σημαδεμένο με κάτι που έμοιαζε με στυλιζαρισμένη αιχμή βέλους, ίσως όμως να ήταν κι άγκυρα, που τεμνόταν από ένα μακρόστενο βέλος και την ακανόνιστη μορφή μιας χρυσαφιάς αστραπής, ενώ από κάτω υπήρχαν γράμματα κι αριθμοί που ο Ματ δεν κατάφερε να διακρίνει, καθώς οι ριπές του ανέμου έκαναν το λάβαρο να κυματίζει πότε από τη μία και πότε από την άλλη. Οι άντρες στις άμαξες προμηθειών φορούσαν μπλε πανωφόρια και βράκες, καθώς και τετράγωνα κυανέρυθρα σκουφιά, αλλά οι στρατιώτες ήταν ακόμα πιο φανταχτεροί από τους περισσότερους Σωντσάν, με τις βαθμιδωτές πανοπλίες με τις θαλασσιές λωρίδες και τις ασημόλευκες, χρυσοκόκκινες και κίτρινες ταινίες στο κάτω μέρος, ενώ οι περικεφαλαίες ήταν βαμμένες και στις τέσσερις αποχρώσεις, έτσι ώστε να παραπέμπουν περισσότερο σε κεφάλια τερατωδών αραχνών. Ένα τεράστιο έμβλημα με την άγκυρα —ο Ματ πίστευε ότι μάλλον επρόκειτο για άγκυρα— μαζί με ένα βέλος και μια αστραπή ήταν προσδεμένα στην πρόσοψη κάθε περικεφαλαίας, ενώ κάθε άντρας ξεχωριστά, εκτός από τους αξιωματικούς, έφερε στο πλευρό ένα τόξο με διπλή κύρτωση και μια θήκη από γουρουνότριχα περασμένη στη ζώνη, στο εσωτερικό της οποίας ισορροπούσε το κοντόσπαθο.