Выбрать главу

«Τοξότες των πλοίων», μούγκρισε η Εγκήνιν, αγριοκοιτάζοντας τους στρατιώτες. Το ελεύθερο χέρι της είχε αφήσει το μαντίλι, αλλά εξακολουθούσε να είναι σφιγμένο σε γροθιά. «Καυγατζήδες στα χάνια. Με το που πατούν ξηρά, προκαλούν προβλήματα».

Κατά τη γνώμη του Ματ, έδειχναν καλά εκπαιδευμένοι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είχε ακούσει για στρατιώτες που απέφυγαν καυγά, ειδικά ενώ ήταν μεθυσμένοι ή βαριεστημένοι, κι είναι γνωστό πως οι βαριεστημένοι στρατιώτες έχουν έφεση στο μεθύσι. Κάπου βαθιά, σε μια εσοχή του μυαλού του, αναρωτήθηκε για το βεληνεκές αυτών των τόξων, αλλά δεν έδωσε πολλή σημασία στη σκέψη. Δεν ήθελε παρτίδες με Σωντσάν στρατιώτες. Αν, μάλιστα, κοιτούσε τη δουλειά του, δεν θα είχε γενικότερα παρτίδες με στρατιώτες ποτέ ξανά. Φαίνεται, όμως, πως η τύχη του δεν μπορούσε να κρατήσει τόσο πολύ. Δυστυχώς, άλλο η μοίρα κι άλλο η τύχη. Το πολύ διακόσια βήματα, σκέφτηκε. Μια καλή βαλλίστρα άνετα ξεπερνούσε αυτό το βεληνεκές ή, έστω, οποιοδήποτε Διποταμίτικο τόξο.

«Δεν βρισκόμαστε σε χάνι», είπε μέσα από τα δόντια του, «και δεν τσακώνονται τώρα. Ας μην ξεκινήσουμε καυγά μόνο και μόνο επειδή φοβήθηκες μήπως σου μιλούσε κάποιος αγρότης». Η γυναίκα έσφιξε το σαγόνι της και του έριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα, που θα του τσάκιζε εύκολα το κρανίο. Ωστόσο, όσα είπε ο Ματ ήταν αλήθεια. Φοβόταν να ανοίξει το στόμα της κοντά σε κάποιον που κάλλιστα θα μπορούσε να αναγνωρίσει την προφορά της. Σοφή προφύλαξη, σύμφωνα με τα κριτήριά του, αλλά όλα τριγύρω έμοιαζαν εις βάρος της. «Εκείνος εκεί ο λαβαροφόρος θα μας αρχίσει στις ερωτήσεις αν συνεχίσεις να τους αγριοκοιτάς. Οι γυναίκες στα πέριξ του Έμπου Νταρ φημίζονται για τη σοβαροφάνειά τους», της είπε ψέματα. Άλλωστε, τι ήξερε εκείνη από ντόπια έθιμα;

Τον λοξοκοίταξε συνοφρυωμένη —ίσως προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε σοβαροφάνεια— κι έπαψε να στραβομουτσουνιάζει στους τοξότες. Έμοιαζε έτοιμη να δαγκώσει αντί να χτυπήσει.

«Εκείνος ο τύπος είναι σκουρόχρωμος σαν Άθα’αν Μιέρε», μουρμούρισε αδιάφορα ο Νόαλ, ατενίζοντας τους στρατιώτες που τους προσπερνούσαν. «Μελαψός σαν Σαράνιος. Θα ορκιζόμουν, ωστόσο, ότι έχει γαλανά μάτια. Κάπου έχω ξαναδεί κάτι τέτοιους, αλλά πού;» Προσπαθώντας να τρίψει τους κροτάφους του, κόντεψε να χτυπήσει το κεφάλι του με το ψαροκάλαμο από μπαμπού, κι έκανε ένα βήμα μπρος, λες και σκόπευε να ρωτήσει τον άντρα πού είχε γεννηθεί.

Ο Ματ τινάχτηκε κι έπιασε τον γέρο από το μανίκι. «Γυρνάμε πίσω, Νόαλ. Τώρα. Δεν έπρεπε να φύγουμε».

«Σ’ τα ’λεγα εγώ», πετάχτηκε η Εγκήνιν, νεύοντας κοφτά.

Ο Ματ μούγκρισε, αλλά, εκτός από το να συνεχίσει να προχωράει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Ναι, η ώρα για αναχώρηση είχε παρέλθει προ πολλού. Ήλπιζε μόνο να μην ήταν πολύ αργά πια.

2

Δύο Καπετάνιοι

Περίπου δύο μίλια βόρεια της πόλης, ένα φαρδύ γαλάζιο λάβαρο, τεντωμένο ανάμεσα σε δύο ψηλούς ιστούς, κυμάτιζε στον άνεμο και διαφήμιζε τον Μέγα Περιοδεύοντα Θίασο και τη Μεγαλειώδη Επίδειξη Ασυνήθιστων Θαυμάτων του Βάλαν Λούκα με κατακόκκινα γράμματα, αρκετά μεγάλα ώστε να διαβάζονται από τον δρόμο, περίπου εκατό βήματα ανατολικά. Για όσους δεν μπορούσαν να διαβάσουν, τουλάχιστον υποδείκνυε την τοποθεσία κάποιου πράγματος έξω από τα συνηθισμένα. Ήταν ο Μεγαλύτερος Περιοδεύων Θίασος στον Κόσμο, έτσι ισχυριζόταν η επιγραφή στο λάβαρο. Πολλά ισχυριζόταν ο Λούκα, αλλά το συγκεκριμένο ο Ματ πίστευε πως ήταν αλήθεια. Ο τοίχος από καναβάτσο, δέκα πόδια ψηλός και στερεωμένος σφιχτά στη βάση του, έπιανε τόσο χώρο όσο ένα μεγάλο χωριό.

Οι περαστικοί κοιτούσαν το λάβαρο γεμάτοι περιέργεια, αλλά οι μεν αγρότες κι έμποροι έπρεπε να ασχοληθούν με τις δουλειές που τους περίμεναν, οι δε άποικοι με το μέλλον τους, οπότε κανείς δεν έδινε περισσότερη σημασία. Ο ρόλος των χοντρών σχοινιών, που ήταν δεμένα σφιχτά στους μπηγμένους πασσάλους, ήταν να καθοδηγούν το πλήθος στην πλατιά αψιδωτή είσοδο ακριβώς πίσω από το λάβαρο, αλλά αυτή την ώρα κανείς δεν περίμενε να μπει. Τελευταία, άλλωστε, ελάχιστοι προσέρχονταν. Η πτώση του Έμπου Νταρ δεν είχε μειώσει ιδιαίτερα το κοινό, εφ’ όσον ο κόσμος αντιλήφθηκε ότι δεν θα γινόταν πλιάτσικο στην πόλη, οπότε δεν ήταν ανάγκη να τρέξουν για να γλιτώσουν τη ζωή τους, αλλά με τον Γυρισμό και μ’ όλα αυτά τα πλοιάρια και τους αποίκους, σχεδόν όλοι είχαν αποφασίσει να σφίξουν το ζωνάρι και να κάνουν οικονομία, σε περίπτωση που οι ανάγκες γίνονταν πιο πιεστικές. Δύο σωματώδεις άντρες, τυλιγμένοι με μανδύες που ίσως προέρχονταν από τα σκουπίδια, φυλούσαν σκοπιά κάτω από το λάβαρο, για να εμποδίσουν όποιον ήθελε να ρίξει μια ματιά δωρεάν, αλλά ακόμα κι αυτοί δύσκολα τα έφερναν βόλτα. Ο ένας είχε μια γαμψή μύτη πάνω από ένα παχύ μουστάκι, ενώ ο άλλος είχε χάσει το ένα του μάτι. Κάθονταν οκλαδόν κατάχαμα κι έπαιζαν ζάρια.