Παραδόξως, ο Πέτρα Άνχιλ, το πρωτοπαλίκαρο του θιάσου, στεκόταν παρακολουθώντας τους δύο εκπαιδευτές αλόγων να παίζουν, με τα μπράτσα —ογκωδέστερα από τους μηρούς των περισσότερων αντρών— διπλωμένα στο στήθος του. Ήταν πιο κοντός από τον Ματ αλλά τουλάχιστον διπλάσιος σε φάρδος, ενώ το βαρύ μπλε πανωφόρι, που του είχε φτιάξει η γυναίκα του για να προστατεύεται από το κρύο, τεντωνόταν στους ώμους του. Ο Πέτρα φάνταζε απορροφημένος στο παιχνίδι με τα ζάρια, όμως ο ίδιος δεν έπαιζε ποτέ, πέραν κάποιων μικροποσών. Εκείνος κι η γυναίκα του, η Κλαρίν, εκπαιδεύτρια σκύλων, έκαναν μεγάλες οικονομίες, κι ο Πέτρα μιλούσε με κάθε ευκαιρία για το πανδοχείο που σκόπευαν να αγοράσουν μια μέρα. Το πιο περίεργο ήταν πως η Κλαρίν βρισκόταν στο πλευρό του, τυλιγμένη σ’ έναν σκούρο μανδύα κι εξίσου απορροφημένη στο παιχνίδι.
Ο Πέτρα κοίταξε επιφυλακτικά πάνω από τον ώμο του, παρατηρώντας τον καταυλισμό, όταν πρόσεξε τον Ματ και την Εγκήνιν να πλησιάζουν πιασμένοι χέρι-χέρι, κάτι που έκανε τον Ματ να στραβομουτσουνιάσει. Όταν κάποιος κοιτούσε πάνω από τον ώμο του, δεν προμηνυόταν κάτι καλό. Ωστόσο, στο στρουμπουλό, μελαψό πρόσωπο της Κλαρίν χαράχτηκε ένα θερμό χαμόγελο. Όπως οι περισσότερες γυναίκες του θιάσου, πίστευε πως ο Ματ κι η Εγκήνιν ήταν ένα ρομαντικό ζευγάρι. Ο εκπαιδευτής αλόγων με τη στραβή μύτη, ένας Δακρυνός με βαριούς ώμους, ονόματι Κολ, κρυφοκοίταξε πονηρά καθώς άπλωνε τη φτυαρόσχημη παλάμη του για να αρπάξει τα λίγα νομίσματα του στοιχήματος. Κανείς, εκτός από τον Ντόμον, δεν θεωρούσε την Εγκήνιν χαριτωμένη, αλλά για μερικούς ανόητους η αριστοκρατική καταγωγή υπερείχε της ομορφιάς. Το ίδιο ίσχυε και για τα χρήματα· μια αριστοκράτισσα έπρεπε να είναι πλούσια. Κάποιοι θεωρούσαν πως μια γυναίκα ευγενούς καταγωγής που είχε εγκαταλείψει τον άντρα της για χάρη του Ματ Κώθον μπορεί να τον άφηνε κι αυτόν, παίρνοντας μαζί και τα χρήματά της. Αυτή ήταν η ιστορία που ο Ματ κι οι υπόλοιποι είχαν αφήσει να διαρρεύσει, για να εξηγήσουν γιατί κρύβονταν από τους Σωντσάν: ένας ανηλεής σύζυγος και το φευγιό δύο εραστών. Όλοι είχαν ακούσει τέτοιου είδους ιστορίες, ασχέτως αν προέρχονταν από βάρδους ή από βιβλία, σπανιότερα από την καθημερινότητα, αλλά ήταν τόσο συχνές, ώστε τις αποδέχονταν. Ο Κολ, ωστόσο, συνέχισε να έχει το κεφάλι του χαμηλωμένο. Η Εγκήνιν —δηλαδή, η Λέιλγουιν— είχε ήδη τραβήξει το μαχαίρι της ζώνης της σ’ έναν ζογκλέρ σπαθιών, έναν εύσωμο τύπο που ήταν υπερβολικά προκλητικός όταν προσφέρθηκε να την κεράσει ένα ποτήρι κρασί στην άμαξά του, και κανείς δεν αμφέβαλλε πως η γυναίκα θα είχε κάνει χρήση της λάμας της αν ο άλλος επέμενε.
Μόλις ο Ματ πλησίασε το πρωτοπαλίκαρο, ο Πέτρα τού είπε ήρεμα: «Κάτι Σωντσάν στρατιώτες μιλάνε με τον Λούκα, περίπου είκοσι από δαύτους. Μίλησε και με τον αξιωματικό». Δεν ακουγόταν φοβισμένος, αλλά η ανησυχία ζάρωσε το μέτωπό του. Πέρασε προστατευτικά το χέρι του γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. Το χαμόγελο της Κλαρίν έσβησε και, σηκώνοντας το χέρι της, το ακούμπησε πάνω στο δικό του. Λίγο-πολύ, όλοι εμπιστεύονταν την κρίση του Λούκα, αν κι είχαν υπ’ όψιν τους τους τρέχοντες κινδύνους. Ή έτσι νόμιζαν, τουλάχιστον. Το ρίσκο στο οποίο πίστευαν ήταν από μόνο του αρκετά άσχημο.
«Τι θέλουν;» ρώτησε απαιτητικά η Εγκήνιν. Τραβήχτηκε μακριά από τον Ματ, πριν εκείνος προλάβει να πάρει ανάσα. Η αλήθεια ήταν πως κανείς δεν τον περίμενε ποτέ.
«Κρατάς λίγο;» ρώτησε ο Νόαλ, πασάροντας το καλάμι του ψαρέματος και το καλάθι στον μονόφθαλμο άντρα, ο οποίος απέμεινε να τον κοιτάζει χάσκοντας. Ο Νόαλ τεντώθηκε και γλίστρησε το ροζιασμένο του χέρι κάτω από το πανωφόρι του, όπου έκρυβε δύο μαχαίρια με μακρόστενη λάμα. «Γίνεται να φτάσουμε στ’ άλογα;» ρώτησε τον Πέτρα. Το πρωτοπαλίκαρο του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία. Ο Ματ δεν ήταν ο μόνος που διατηρούσε επιφυλάξεις για τα λογικά του Νόαλ.
«Μάλλον δεν ενδιαφέρονται να ψάξουν», σχολίασε βιαστικά η Κλαρίν, υποκλινόμενη αδιόρατα στην Εγκήνιν. Όλοι υποτίθεται όχι προσποιούνταν πως ο Ματ κι οι υπόλοιποι αποτελούσαν μέρος του θιάσου, αλλά ελάχιστοι ήταν εκείνοι που κατάφερναν να φερθούν ανάλογα στην Εγκήνιν. «Ο αξιωματικός βρίσκεται τουλάχιστον ένα μισάωρο στην άμαξα του Λούκα, αλλά στο μεταξύ οι στρατιώτες δεν έχουν κουνήσει ρούπι απ’ τ’ άλογά τους».