Выбрать главу

«Δεν νομίζω πως έχουν έρθει για σένα», πρόσθεσε ο Πέτρα, γεμάτος σεβασμό. Απέναντι στην Εγκήνιν, πάλι. Γιατί να φανεί διαφορετικός; Ίσως έκανε εξάσκηση για την υποδοχή διάφορων ευγενών σ’ εκείνο το μελλοντικό πανδοχείο. «Απλώς δεν θέλαμε να εκπλαγείς ή να ανησυχήσεις όταν θα τους έβλεπες. Σίγουρα ο Λούκα θα τους ξαποστείλει και δεν θα υπάρξει πρόβλημα». Παρά τον τόνο της φωνής του, οι ζάρες παρέμειναν στο μέτωπό του. Οι περισσότεροι άντρες χάνουν την ψυχραιμία τους όταν τους εγκαταλείψει η γυναίκα τους, κι ένας ευγενής έπρεπε να περάσει στους άλλους όλο το φορτίο της οργής του. Ένας περιοδεύων θίασος, τίποτα περισσότερο από περαστικούς ξένους, γινόταν πανεύκολα στόχος, χωρίς ιδιαίτερες περιπλοκές μάλιστα. «Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς μήπως κάποιος αναφέρει κάτι που δεν πρέπει, Αρχόντισσά μου». Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στους εκπαιδευτές των αλόγων, ο Πέτρα πρόσθεσε: «Έτσι δεν είναι, Κολ;» Ο άντρας με τη στραβή μύτη συγκατένευσε, χωρίς να αποστρέψει τη ματιά του από τα ζάρια που κουνούσε μες στην παλάμη του. Ήταν ογκώδης, αλλά όχι τόσο όσο ο Πέτρα — το πρωτοπαλίκαρο μπορούσε να ισιώσει αλογοπέταλα με γυμνά χέρια.

«Όλοι θέλουν πού και πού μια ευκαιρία να φτύσουν τις μπότες ενός αριστοκράτη», μουρμούρισε ο μονόφθαλμος τύπος ρίχνοντας μια ματιά στο καλάθι με τα ψάρια. Ήταν σχεδόν εξίσου ψηλός και πλατύστερνος με τον Κολ, αλλά το πρόσωπό του έμοιαζε με ζαρωμένο πετσί κι είχε ακόμη λιγότερα δόντια από τον Νόαλ. Κοιτώντας την Εγκήνιν, έσκυψε απότομα το κεφάλι του και πρόσθεσε: «Με το συμπάθιο, κυρά. Κάπως έτσι κερδίζουμε κι εμείς το ψωμί μας, όχι ότι βγάζουμε και τίποτα, δηλαδή. Καλά δεν τα λέω, Κολ; Κάντε καμιά κουβέντα, κι οι Σωντσάν θα μας μαζώξουν όλους, άσε που μπορεί να μας κρεμάσουν κιόλας, όπως έκαναν με τις Θαλασσινές. Ή να μας στρώσουν στη δουλειά, βάζοντάς μας να καθαρίσουμε τα κανάλια από την άλλη μεριά του λιμανιού». Οι εκπαιδευτές αλόγων ήταν τα παιδιά για όλες τις δουλειές, από το να ξελασπώνουν τους στάβλους και να καθαρίζουν τα κλουβιά των ζώων, μέχρι να στήνουν και να ξεστήνουν τα πάνινα τοιχώματα, αλλά ο άντρας ανατρίχιασε, λες κι η προοπτική τού να καθαρίσει τα λασπερά κανάλια στο Ράχαντ ήταν χειρότερη κι από κρεμάλα.

«Είπα τίποτα για κουβεντολόι;» διαμαρτυρήθηκε ο Κολ απλώνοντας τα χέρια του. «Ρώτησα απλώς πόσον καιρό θα μείνουμε εδώ, αυτό είναι όλο. Ζήτησα να μάθω πότε επιτέλους θα δούμε και λίγο παρά».

«Θα μείνουμε εδώ όσο θελήσω εγώ». Ήταν εντυπωσιακό πώς κατάφερνε η Εγκήνιν αυτή τη μακρόσυρτη προφορά χωρίς να υψώσει τη φωνή της, σαν λεπίδα που ελευθερώνεται από το θηκάρι. «Τον παρά θα τον δεις μόλις φτάσουμε στον προορισμό μας. Για όσους με υπηρετήσουν πιστά, θα υπάρξει κι επιπλέον ανταμοιβή. Όποιος όμως σκεφτεί να με προδώσει, τον περιμένει ένας κρύος τάφος». Ο Κολ έσφιξε πάνω του τον χιλιομπολωμένο μανδύα του και γούρλωσε τα μάτια του, προσπαθώντας να φανεί αγανακτισμένος, ίσως κι αθώος, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δώσει την εντύπωση ότι ήλπιζε να πλησιάσει περισσότερο η γυναίκα, για να της βουτήξει το πουγκί.

Ο Ματ έτριξε τα δόντια του. Αν μη τι άλλο, η ανταμοιβή που τόσο απλόχερα υποσχόταν η Εγκήνιν ήταν το δικό του χρυσάφι. Κι εκείνη διέθετε κάμποσο βέβαια, αλλά ούτε κατά διάνοια τόσο. Το σημαντικότερο ήταν ότι πάσχιζε ξανά να πάρει το πάνω χέρι. Μα το Φως, αν δεν ήταν αυτός, η γυναίκα θα βρισκόταν ακόμα στο Έμπου Νταρ σχεδιάζοντας πώς θα απέφευγε τους Αναζητητές, αν δεν την είχαν συλλάβει ήδη και δεν την ανέκριναν. Αν δεν ήταν αυτός, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να παραμείνει κοντά στο Έμπου Νταρ για να αποπροσανατολίσει την καταδίωξη, ούτε θα έβρισκε καταφύγιο στον θίασο του Λούκα. Γιατί, όμως, υπήρχαν στρατιώτες εκεί; Αν οι Σωντσάν είχαν την παραμικρή υποψία παρουσίας της Τουόν, θα έστελναν εκατό, χίλιους άντρες. Αν υποψιάζονταν πως οι Άες Σεντάι... Μα, όχι, ο Πέτρα κι η Κλαρίν δεν είχαν ιδέα ότι βοηθούσαν στην απόκρυψη Άες Σεντάι, αλλά ίσως είχαν αναφέρει κάτι περί σουλ’ντάμ και νταμέην, κι οι στρατιώτες δεν θα κυνηγούσαν σε καμιά περίπτωση αδελφές χωρίς αυτές. Ψηλάφισε την αλεπουδοκεφαλή μέσα από το πανωφόρι του. Τη φορούσε στον ύπνο και στον ξύπνιο του, κι εκείνη του έδινε μικρές προειδοποιήσεις.

Δεν σκέφτηκε σε καμία περίπτωση να προσπαθήσει να αρπάξει τα άλογα, κι όχι μόνο επειδή ο Κολ και καμιά ντουζίνα ακόμα σαν του λόγου του θα έτρεχαν να το πουν στους Σωντσάν πριν ακόμα εξαφανιστεί από το οπτικό τους πεδίο. Απ’ όσο γνώριζε, δεν έτρεφαν καμιά ιδιαίτερη αντιπάθεια εναντίον του ή εναντίον της Εγκήνιν —ακόμα κι ο Ρούμαν, ο ζογκλέρ με τα σπαθιά, φαινόταν να τα πηγαίνει μια χαρά με την Άντρια, την ακροβάτισσα— αλλά μερικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον πειρασμό να κερδίσουν λίγο ακόμα χρυσάφι. Όπως και να είχε όμως, τα προειδοποιητικά ζάρια είχαν πάψει να χορεύουν μέσα στο κεφάλι του. Επιπλέον, υπήρχαν άνθρωποι εντός των πάνινων τοίχων που δεν θα άφηνε πίσω με τίποτα.