«Αν δεν αρχίσουν να ψάχνουν, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε», είπε γεμάτος πεποίθηση. «Πάντως, ευχαριστώ για την προειδοποίηση, Πέτρα. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι εκπλήξεις». Το πρωτοπαλίκαρο έκανε μια μικρή χειρονομία, σαν να ήθελε να πει ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, αλλά η Εγκήνιν κι η Κλαρίν κοίταξαν τον Ματ σχεδόν έκπληκτες που τον έβλεπαν. Ακόμα κι ο Κολ κι ο μονόφθαλμος αγροίκος βλεφάρισαν κοιτώντας τον. Κατέβαλε προσπάθεια για να σταματήσει το τρίξιμο των δοντιών του. «Θα σουλατσάρω κοντά στην άμαξα του Λούκα και θα προσπαθήσω να πάρω μάτι. Εσύ, Λέιλγουιν, βρες μαζί με τον Νόαλ τον Όλβερ και μείνετε μαζί του». Όπως όλοι, συμπαθούσαν πολύ το αγόρι, οπότε δεν θα μπλέκονταν στα πόδια του. Μόνος, θα μπορούσε να κρυφακούσει καλύτερα. Κι αν παρουσιαζόταν ανάγκη να το βάλουν στα πόδια, η Εγκήνιν κι ο Νόαλ θα βοηθούσαν το αγόρι να το σκάσει μαζί τους. Το Φως να έδινε να μην κατέληγαν εκεί. Κατά τη γνώμη του, αυτό θα ήταν καταστροφικό.
«Τέλος πάντων, κανείς δεν ζει αιώνια», αναστέναξε ο Νόαλ, αρπάζοντας ξανά το καλάμι από μπαμπού και το καλάθι. Που να καιγόταν, ετούτος εδώ έκανε κατσίκα με κολικό να μοιάζει ευτυχισμένη! Το συνοφρύωμα του Πέτρα είχε βαθύνει. Οι έγγαμοι άντρες έμοιαζαν πάντα ανήσυχοι, να γιατί ο Ματ δεν βιαζόταν να παντρευτεί. Καθώς ο Νόαλ χάθηκε πίσω από τη γωνία του τοίχου, ο μονόφθαλμος άντρας φάνηκε λυπημένος που είδε τα ψάρια να φεύγουν. Ακόμα ένας χαζός. Και μάλλον παντρεμένος.
Ο Ματ κατέβασε το σκουφί σχεδόν μέχρι τα μάτια του. Τα ζάρια παρέμεναν σιωπηλά. Προσπάθησε να μη σκεφτεί πόσες φορές κόντεψαν να του κόψουν τον λαιμό ή να του σπάσουν το κεφάλι χωρίς την προειδοποίηση των ζαριών. Ωστόσο, αν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος, θα είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν φασαρία. Σίγουρα.
Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα στο εσωτερικό, κι η Εγκήνιν τον πρόλαβε και γλίστρησε το χέρι της γύρω από τη μέση του. Ο Ματ κοντοστάθηκε και την κοίταξε κακισμένα. Είχε πάει κόντρα στις διαταγές του με τον ίδιο τρόπο που μια πέστροφα παλεύει να ελευθερωθεί από το αγκίστρι, αλλά αυτό παραπήγαινε. «Τι νομίζεις πως κάνεις; Τι θα συμβεί αν ο αξιωματικός των Σωντσάν σ’ αναγνωρίσει;» Ήταν το ίδιο πιθανό με μια ξαφνική εμφάνιση της Τάυλιν, αλλά άξιζε να δοκιμάσει οτιδήποτε προκειμένου να την κάνει να φύγει.
«Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να τον ξέρω;» τον ρώτησε χλευαστικά. «Δεν έχω...» Το πρόσωπό της στράβωσε στιγμιαία. «Ούτε είχα ποτέ... πολλούς φίλους σ’ αυτή την πλευρά του ωκεανού, στο δε Έμπου Νταρ κανέναν». Άγγιξε τη μια άκρη της μαύρης περούκας, πάνω στο στήθος της. «Εν πάση περιπτώσει, ούτε η μάνα μου δεν θα με αναγνώριζε». Η φωνή της φάνηκε κάπως αποθαρρυντική προς το τέλος.
Αν συνέχιζε να σφίγγει το σαγόνι του, σίγουρα θα έσπαγε κανένα δόντι. Το να κάθεται εκεί και να λογομαχεί μαζί της ήταν κάτι παραπάνω από ανούσιο, αλλά ο τρόπος που η γυναίκα είχε κοιτάξει εκείνους τους στρατιώτες ήταν νωπός στο μυαλό του. «Μην αγριοκοιτάς όποιον συναντάς», την προειδοποίησε. «Μην τον κοιτάς καν».
«Είμαι μια κόσμια Εμπουνταρινή». Τα λόγια της ακούστηκαν σαν πρόκληση. «Μίλα εσύ». Το έκανε να ακουστεί σαν προειδοποίηση. Μα το Φως! Όταν μια γυναίκα δεν χειρίζεται κάτι εξ αρχής με το μαλακό, το κάνει τελείως χάλια, κι η Εγκήνιν δεν χειριζόταν σχεδόν ποτέ κάτι με το μαλακό. Ναι, σίγουρα ο Ματ θα έσπαγε κανένα δόντι.
Πέρα από την είσοδο, ο κύριος δρόμος του τσίρκου διακλαδιζόταν ανάμεσα σε καρότσες όμοιες μ’ εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι Μάστορες, μικρά σπιτάκια πάνω σε τροχούς, με τους άξονες των αμαξών ανασηκωμένους στα καθίσματα των αμαξηλατών, καθώς και πάνινα τείχη στο μέγεθος μικρών σπιτιών. Οι περισσότερες άμαξες ήταν βαμμένες με ζωηρά χρώματα, σε κάθε τόνο του κόκκινου και του πράσινου, του κίτρινου και του γαλάζιου, ενώ αρκετές από τις σκηνές ήταν επίσης χρωματιστές, μερικές μάλιστα ριγωτές. Εδώ κι εκεί υπήρχαν ξύλινες πλατφόρμες, όπου διάφοροι γελωτοποιοί έκαναν τα νούμερά τους, στημένες στα πλαϊνά του δρόμου, αν κι οι χρωματιστές σημαιούλες τους είχαν αρχίσει να βρωμίζουν. Η φαρδιά χωμάτινη απλωσιά, τριάντα σχεδόν βήματα πλατιά και πατικωμένη από χιλιάδες πόδια, ήταν πράγματι ένας από τους δρόμους που διακλαδίζονταν μέσα στο τσίρκο. Ο άνεμος παρέσυρε αχνές γκρίζες τολύπες καπνού, οι οποίες αναδύονταν από τις τσίγκινες καμινάδες των αμαξών και μερικών σκηνών. Τα πιο πολλά μέλη του θιάσου πιθανότατα έπαιρναν ακόμα πρωινό ή ίσως κοιμούνταν. Κατά κανόνα, ξυπνούσαν αργά —ένας κανόνας που ο Ματ επιδοκίμαζε— και κανείς δεν ήθελε να φάει έξω, γύρω από μια φωτιά, με τέτοιο κρύο. Το μόνο πρόσωπο που είδε, ήταν η Αλούντρα, με τα μανίκια από το βαθυπράσινο φόρεμά της ανασηκωμένα στους αγκώνες, να αλέθει κάτι με μπρούντζινο γουδί και γουδοχέρι πάνω σε ένα τραπέζι διπλωμένο στα πλευρά της ζωηρόχρωμης μπλε άμαξας, ακριβώς πίσω από τη γωνία ενός στενού πλαϊνού δρόμου.