Выбрать главу

Απορροφημένη από τη δουλειά της, η λυγερόκορμη Ταραμπονέζα δεν πρόσεξε ούτε την Εγκήνιν ούτε τον Ματ, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να μη στρέψει το βλέμμα του επάνω της. Με τα μαύρα μαλλιά της σε λεπτές, χάντρινες πλεξούδες, που έπεφταν μέχρι τη μέση της, η Αλούντρα μάλλον ήταν το πιο εξωτικό από τα θαύματα του Λούκα. Τη διαφήμιζε ως Φωτοδότρια και, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εκτελεστές θαυμάτων, η Αλούντρα ανταποκρινόταν στον ρόλο της, αν και πιθανότατα δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος ο Λούκα. Ο Ματ αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που άλεθε, και κατά πόσον υπήρχε κίνδυνος να εκραγεί. Η γυναίκα είχε υποσχεθεί να του αποκαλύψει το μυστικό των βεγγαλικών με την προϋπόθεση πως ο ίδιος θα έβρισκε την απάντηση σε έναν γρίφο, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει να κάνει την παραμικρή πρόοδο. Πάντως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα τα κατάφερνε.

Η Εγκήνιν τον τσίγκλησε με το δάχτυλό της στα πλευρά του. «Υποτίθεται πως είμαστε ζευγάρι, όπως μου υπενθυμίζεις διαρκώς», γρύλισε. «Ποιος θα το πιστέψει αν εξακολουθήσεις να κοιτάς αυτή τη γυναίκα σαν πεινασμένος;»

Ο Ματ χασκογέλασε λάγνα. «Πάντα κοιτάω τις ωραίες γυναίκες, δεν το ’χεις προσέξει;» Τακτοποιώντας το μαντίλι στο κεφάλι της με περισσότερη ζωηράδα απ’ όσο συνήθως, η γυναίκα άφησε να της ξεφύγει ένα υποτιμητικό γρύλισμα, κάτι που ικανοποίησε ιδιαίτερα τον Ματ. Μπορεί η Εγκήνιν να πάσχιζε να γλιτώσει τη ζωή της, αλλά δεν έπαυε να είναι Σωντσάν, κι ήδη γνώριζε περισσότερα για τον Ματ απ’ όσα θα ήθελε ο ίδιος. Δεν σκόπευε να της εμπιστευτεί όλα του τα μυστικά. Ούτε καν αυτά που δεν ήξερε ακόμα κι ο ίδιος.

Η άμαξα του Λούκα βρισκόταν ακριβώς στο μέσον του καταυλισμού, στο καταλληλότερο σημείο, όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις μυρωδιές που ανέδιδαν τα κλουβιά των ζώων κι οι στάβλοι των αλόγων, που ήταν παραταγμένοι στο μήκος των πάνινων τοίχων. Η άμαξα ήταν φανταχτερή, ακόμα και σε σύγκριση με άλλες του θιάσου, ένα γαλαζοκόκκινο πράγμα που έλαμπε σαν λουστραρισμένο, με την κάθε επιφάνειά της καλυμμένη από χρυσαφιούς κομήτες κι άστρα. Οι φάσεις της σελήνης, σε χρώμα ασημί, διέτρεχαν όλη την περιοχή λίγο πιο κάτω από την οροφή. Ακόμα κι η τσίγκινη καμινάδα ήταν βαμμένη με άλικα και μπλε δαχτυλίδια, που θα έκαναν έναν Μάστορα να κοκκινίσει. Στη μία πλευρά της άμαξας, δύο σειρές κρανοφόρων στρατιωτών Σωντσάν έστεκαν ακίνητες δίπλα στα άλογα, με τα δόρατα με τους πράσινους θυσάνους να σχηματίζουν ακριβώς την ίδια γωνία. Ένας από τους άντρες κρατούσε τα ηνία ενός επιπλέον υποζυγίου, ενός σταχτοκάστανου μουνουχιού με δυνατούς γλουτούς και γερούς αστραγάλους. Η γαλαζοπράσινη αρματωσιά των στρατιωτών φάνταζε άχαρη δίπλα στην άμαξα του Λούκα.

Ο Ματ δεν εξεπλάγη καθόλου μόλις διαπίστωσε ότι δεν ήταν ο μόνος που ενδιαφερόταν για τους Σωντσάν. Με τον σκούρο σαν κάλτσα σκούφο να καλύπτει το ξυρισμένο του κεφάλι, ο Μπέυλ Ντόμον καθόταν ανακούρκουδα, έχοντας την πλάτη του ακουμπισμένη σ’ έναν τροχό της πράσινης άμαξας που ανήκε στον Πέτρα και την Κλαρίν, περίπου τριάντα βήματα από τους στρατιώτες. Τα σκυλιά της Κλαρίν βρίσκονταν κάτω από την άμαξα, ένα ετερογενές μείγμα μικροκαμωμένων ζώων που κοιμούνταν μαζεμένα κοντά-κοντά. Ο μεγαλόσωμος Ιλιανός προσποιούνταν πως σκάλιζε κάτι, αλλά το μόνο του δημιούργημα ήταν ένας μικρός σωρός από ροκανίδια στα πόδια του. Ο Ματ ευχήθηκε να είχε ο τύπος μουστάκι, για να κρύβει το πάνω χείλος του, ή, αλλιώς, να ξύριζε και την υπόλοιπη γενειάδα του. Μπορεί κάποιος να συσχέτιζε τον Ιλιανό με την Εγκήνιν. Ο Μπλάερικ Νετζάινα, ένας ψηλός άντρας που έγερνε πάνω στην άμαξα σαν να ήθελε να κάνει παρέα στον Ντόμον, δεν είχε διστάσει να βγάλει τον Σιναρανό κεφαλόδεσμο για να μην τον προσέξουν οι Σωντσάν, αν και το χέρι του διέτρεχε τις μαύρες κοντόχοντρες τρίχες στο κεφάλι του όσο συχνά ήλεγχε η Εγκήνιν την περούκα της. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να φοράει σκούφο.

Βλέποντας τα σκούρα πανωφόρια τους με τα ξεφτισμένα μανικέτια και τις πολυταξιδεμένες μπότες τους, κάλλιστα θα περνούσες τους δύο άντρες για προσωπικό του θιάσου, ίσως κάτι σαν εκπαιδευτές αλόγων, εκτός αν τους σύγκρινες με το πραγματικό προσωπικό. Παρακολουθούσαν τους Σωντσάν κάνοντας πως δεν τους έβλεπαν, αλλά ο Μπλάερικ το πετύχαινε άψογα, καθότι Πρόμαχος. Όλη η προσοχή του έμοιαζε εστιασμένη στον Ντόμον, αν κι έριχνε κάποιες φευγαλέες κι επιφυλακτικές ματιές προς το μέρος των στρατιωτών. Ο Ντόμον αγριοκοίταζε τους Σωντσάν όταν δεν έριχνε βλοσυρές ματιές στο ξύλο που κρατούσε στο χέρι του, λες και το διέταζε να γίνει από μόνο του ένα όμορφο γλυπτό. Είχε πάρει πολύ ζεστά τον ρόλο του σο’τζίν.