Ο Ματ πάσχιζε να βρει τρόπο να προσεγγίσει την άμαξα του Λούκα και να κρυφακούσει αθέατος από τους στρατιώτες, όταν η πόρτα στο πίσω μέρος της άμαξας άνοιξε κι ένας Σωντσάν με ωχρά μαλλιά κατέβηκε τα σκαλοπάτια, τοποθετώντας την περικεφαλαία με το λεπτό μπλε φτερό στο κεφάλι του καθώς η μπότα του άγγιζε το έδαφος. Πίσω του εμφανίστηκε ο Λούκα, υπέρλαμπρα ντυμένος με τον πορφυρό του μανδύα, κεντητό με χρυσαφιές εκλάμψεις, υποκλινόμενος με περίτεχνες φιοριτούρες καθώς ακολουθούσε τον αξιωματικό. Ο Λούκα είχε στην κατοχή του πάνω από δύο ντουζίνες πανωφόρια, κόκκινα τα περισσότερα, το ένα πιο φανταχτερό από το άλλο. Πάλι καλά που η άμαξά του ήταν η μεγαλύτερη, αλλιώς δεν θα είχε χώρο να τα στοιβάξει.
Αγνοώντας τον Λούκα, ο αξιωματικός των Σωντσάν ανέβηκε στο μουνούχι του, τακτοποίησε το ξίφος στο πλευρό του και γάβγισε κάποιες διαταγές, που ήταν αρκετές για να κάνουν τους άντρες του να ανέβουν στις σέλες και να σχηματίσουν φάλαγγα των δύο, η οποία άρχισε να κινείται αργά προς την είσοδο. Ο Λούκα καθόταν και παρατηρούσε την αναχώρησή τους με ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του, έτοιμος για άλλη μία υπόκλιση σε περίπτωση που κάποιος εξ αυτών κοιτούσε προς το μέρος του.
Ο Ματ παρέμεινε στη μια πλευρά του δρόμου με το στόμα ορθάνοικτο, παρατηρώντας σαν χαμένος τους στρατιώτες να προσπερνούν. Κανείς τους δεν μπήκε στον κόπο να του ρίξει έστω και μία φευγαλέα ματιά —ο αξιωματικός κοιτούσε μπροστά, όπως κι οι στρατιώτες πίσω του— αλλά, ούτως ή άλλως, κανείς δεν έδινε σημασία στους ντόπιους χωριάτες, ούτε καν τους θυμούνταν.
Προς μεγάλη του έκπληξη, η Εγκήνιν περιεργαζόταν το έδαφος μπροστά στα πόδια της, τραβώντας το δεμένο μαντίλι κάτω από το πηγούνι της, μέχρι να περάσει κι ο τελευταίος καβαλάρης. Ανασηκώνοντας το κεφάλι της για να τους κοιτάξει, σούφρωσε προς στιγμήν τα χείλη της. «Τελικά, μου φαίνεται πως τον ξέρω αυτόν τον νεαρό», σχολίασε ήρεμα, με την αργόσυρτη προφορά της. «Τον μετέφερα στο Φάλμε με τον Ατρόμητο. Ο υπηρέτης του πέθανε στη μέση του ταξιδιού, οπότε σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει κάποιον από το πλήρωμά μου. Χρειάστηκε να τον βάλω στη θέση του. Έκανε τόση φασαρία, που θα ’λεγε κανείς πως ανήκει στη Γενιά».
«Αίμα και στάχτες», είπε ο Ματ ξεφυσώντας. Πόσους ανθρώπους είχε συναντήσει αυτή η γυναίκα και σε πόσων το μυαλό είχε αποτυπωθεί το πρόσωπό της; Δεδομένου ότι η Εγκήνιν ήταν αυτή που ήταν, μάλλον μιλάμε για εκατοντάδες ανθρώπους. Κι αυτός την άφηνε να σεργιανίζει φορώντας περούκα και διαφορετικά ρούχα για μεταμφίεση! Εκατοντάδες; Δεν λες χιλιάδες, καλύτερα; Ήταν ικανή να σκάσει γάιδαρο.
Εν πάση περιπτώσει, ο αξιωματικός είχε φύγει πια κι ο Ματ ξεφύσησε ανακουφισμένος. Φαίνεται πως η τύχη εξακολουθούσε να είναι με το μέρος του. Ώρες-ώρες, σκεφτόταν πως μόνο αυτό τον συγκρατούσε από το να αρχίσει να κλαψουρίζει σαν μωρό. Κατευθύνθηκε προς το μέρος του Λούκα για να μάθει τι ήθελαν οι στρατιώτες.
Ο Ντόμον με τον Μπλάερικ, όπως κι η Εγκήνιν, έφτασαν κοντά στον Λούκα εξίσου γρήγορα μ’ εκείνον, κι η βλοσυρότητα στο στρογγυλό πρόσωπο του Ντόμον βάθυνε, καθώς κοιτούσε το μπράτσο του Ματ γύρω από τον ώμο της Εγκήνιν. Ο Ιλιανός καταλάβαινε την αναγκαιότητα της προσποίησης ή έτσι έλεγε τουλάχιστον, αλλά κατά βάθος φαίνεται πως πίστευε ότι μπορούσαν να υποδύονται τους ρόλους τους δίχως ν’ αγγίζονται. Ο Ματ απομάκρυνε το χέρι του από πάνω της —εδώ δεν υπήρχε θέμα προσποίησης, αφού ο Λούκα γνώριζε όλη την αλήθεια— κι η Εγκήνιν τον άφησε επίσης. Ωστόσο, αφού έριξε μια ματιά στον Ντόμον, έσφιξε το μπράτσο της γύρω από τη μέση του Ματ, δίχως να αλλάξει διόλου έκφραση. Ο Ντόμον συνέχισε να είναι κατηφής, αλλά αυτή τη φορά κοιτούσε το έδαφος. Ο Ματ αποφάσισε ότι ήταν ευκολότερο να κατανοήσει κανείς την ψυχολογία των Σωντσάν παρά των γυναικών. Ή των Ιλιανών.
«Άλογα», γρύλισε ο Λούκα, πριν καλά-καλά τον πλησιάσει ο Ματ. Το συνοφρύωμά του στράφηκε εναντίον όλων, αλλά μεγάλο μέρος της οργής του απευθυνόταν στον Ματ. Ο Λούκα, καθότι ελαφρώς ψηλότερος, κορδώθηκε για να μπορεί να κοιτάει τον Ματ αφ’ υψηλού. «Αυτό ήθελε. Του έδειξα την εξουσιοδότηση που με απαλλάσσει από τη λοταρία των αλόγων, υπογεγραμμένη από την ίδια την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν εντυπωσιάστηκε. Δεν φάνηκε να συγκινείται που έσωσα μια υψηλόβαθμη Σωντσάν». Η γυναίκα δεν ήταν ακριβώς υψηλόβαθμη κι, άλλωστε, δεν την είχε σώσει, απλώς της είχε δώσει την ευκαιρία να ταξιδέψει ως μισθωμένη διασκεδάστρια, αλλά ο Λούκα πάντα έτεινε να υπερβάλλει προς όφελός του. «Όπως και να έχει, δεν ξέρω για πόσο χρονικό διάστημα ισχύει αυτή η απαλλαγή. Οι Σωντσάν είναι απεγνωσμένοι για άλογα. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να την ανακαλέσουν!» Το πρόσωπό του είχε γίνει πορφυρό σαν το πανωφόρι του, ενώ ο ίδιος συνεχώς έτεινε το δάχτυλό του προς το μέρος του Ματ. «Αν μου πάρεις τ’ άλογα, πώς θα μετακινούμαι με τον θίασό μου; Απάντησε, αν μπορείς! Ήμουν έτοιμος να φύγω μόλις είδα να επικρατεί εκείνη η τρέλα στο λιμάνι, μέχρι που άρχισες να με πιέζεις. Σε λίγο, θα μου πάρεις και το κεφάλι! Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα θα βρισκόμουν εκατό μίλια μακριά, αλλά, βλέπεις, ξεπήδησες από το πουθενά και μ’ έμπλεξες στις τρελές συνωμοσίες σου! Εδώ δεν βγάζω πεντάρα τσακιστή! Τις τελευταίες τρεις μέρες δεν βρέθηκε ούτε ένας χορηγός για το φαγητό των αλόγων, ούτε για μία μέρα! Ούτε για μισή! Έπρεπε να ’χα φύγει έναν μήνα πριν, και παραπάνω! Αυτό έπρεπε να ’χα κάνει!»