Ο Ματ κόντεψε να βάλει τα γέλια, καθώς ο Λούκα έχασε τον έλεγχο κι άρχισε να πλαταγίζει τη γλώσσα του. Άλογα. Αυτό ήταν όλο: άλογα και μόνο. Επιπλέον, η νύξη ότι οι κατάφορτες άμαξες του θιάσου μπορούσαν να διανύσουν εκατό μίλια μέσα σε πέντε μέρες ήταν εξίσου γελοία με την άμαξα του ίδιου του Λούκα. Ναι, αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είχε φύγει εδώ κι έναν μήνα, ίσως και δύο, μόνο που ήθελε να βγάλει και την παραμικρή πεντάρα από το Έμπου Νταρ και τους κατακτητές Σωντσάν. Άσε που δεν ήταν και τόσο δύσκολο, έξι βράδια πριν, να τον πείσει να παραμείνει.
Αντί να γελάσει όμως, ο Ματ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Λούκα. Ο τύπος ήταν ανόητος σαν παγώνι κι, επιπλέον, άπληστος, μα δεν υπήρχε λόγος να τον θυμώσει περισσότερο. «Δεν μου λες, Λούκα, αν φύγεις απόψε, θαρρείς πως δεν θα σε υποψιαστούν; Οι Σωντσάν θα σε τσακώσουν πριν κάνεις δύο λεύγες, και θα κάνουν τις άμαξές σου φύλλο και φτερό. Θα μπορούσες να πεις ότι, χάρη σ’ εμένα, απέφυγες αυτή την τύχη». Ο Λούκα τον κοίταξε βλοσυρά. Μερικοί άνθρωποι απλώς δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους. «Σταμάτα ν’ ανησυχείς, τέλος πάντων. Μόλις επιστρέψει ο Θομ απ’ την πόλη, θα φύγουμε όποτε θέλεις».
Ο Λούκα αναπήδησε τόσο απότομα, που ο Ματ πισωπάτησε ξαφνιασμένος, αλλά το μόνο που έκανε ο άντρας ήταν να αναπηδήσει, να κάνει έναν γύρο και να ξεσπάσει σε γέλια. Ο Ντόμον γούρλωσε τα μάτια του κι ο Μπλάερικ απέμεινε να τον κοιτάει σαν χαζός. Υπήρχαν φορές που ο Λούκα έδειχνε εντελώς χαζοχαρούμενος.
Ο Λούκα ίσα που είχε αρχίσει τον χορό του όταν η Εγκήνιν παραμέρισε τον Ματ. «Μόλις επιστρέψει ο Μέριλιν, είπες; Έδωσα ρητή εντολή να μη φύγει κανείς!» Κοιτούσε άγρια πότε αυτόν και πότε τον Λούκα, με μια μανία τόσο παγερή, που έκαιγε. «Οι εντολές μου πρέπει να υπακούονται!»
Ο Λούκα έπαψε να σαχλαμαρίζει και τη λοξοκοίταξε. Κατόπιν, υποκλίθηκε τόσο περίτεχνα, που μπορούσες να διακρίνεις τον μανδύα, και μάλιστα το κέντημα που ήταν ραμμένο επάνω του! Ο Ματ πίστευε πως ο Λούκα είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. «Πρόσταξέ με, γλυκιά Αρχόντισσα, και θα σπεύσω να υπακούσω». Ίσιωσε το κορμί του κι ανασήκωσε τους ώμους του απολογητικά. «Ωστόσο, ο Αφέντης Κώθον διαθέτει χρυσάφι και φοβάμαι πως ο χρυσός είναι η πρώτη μου προτεραιότητα». Το σεντούκι του Ματ, γεμάτο με χρυσά νομίσματα, στο εσωτερικό της άμαξας, ήταν το κύριο κίνητρο να τον πείσει. Ίσως βοήθησε και το ότι ο Ματ ήταν τα’βίρεν, αλλά αν έδινες στον Βάλαν Λούκα αρκετό χρυσάφι, θα μπορούσε ν’ απαγάγει τον ίδιο τον Σκοτεινό.
Η Εγκήνιν πήρε βαθιά ανάσα, έτοιμη να μαλώσει ξανά τον Λούκα, αλλά ο άντρας τής γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλάκια της άμαξας του, φωνάζοντας: «Λατέλ! Λατέλ! Ξύπνα τους όλους αμέσως! Επιτέλους, φεύγουμε μόλις επιστρέψει ο Μέριλιν! Δόξα στο Φως!»
Μια στιγμή αργότερα, κατέβηκε βιαστικά τα σκαλάκια, ακολουθούμενος από τη γυναίκα του, η οποία τύλιγε γύρω από το κορμί της έναν μαύρο βελούδινο μανδύα με φανταχτερές κεντημένες πούλιες. Η γυναίκα με την αυστηρή όψη ζάρωσε τη μύτη της στη θέα του Ματ, λες και βρωμούσε, ενώ η ματιά που έριξε στην Εγκήνιν θα έκανε τις εκπαιδευμένες αρκούδες της να σκαρφαλώσουν στα δέντρα. Δεν άρεσε διόλου στη Λατέλ η ιδέα μιας γυναίκας που εγκαταλείπει τον σύζυγό της, ακόμα κι αν ήξερε ότι ήταν ψέμα. Ευτυχώς, για κάποιο λόγο, έδειχνε να λατρεύει τον Λούκα, άσε που είχε τόση αδυναμία στο χρυσάφι όση κι εκείνος. Ο Λούκα έτρεξε στην πλησιέστερη άμαξα κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα, ενώ η Λατέλ έκανε το ίδιο στην επόμενη.
Ο Ματ δεν περίμενε να δει τι θα γίνει, και κίνησε βιαστικός σ’ έναν παράπλευρο δρόμο, ο οποίος έμοιαζε περισσότερο με αλέα. Διακλαδιζόταν ανάμεσα στις άμαξες και τις σκηνές, όλες ερμητικά κλειστές για προστασία από το κρύο, με καπνό να αναδύεται από τις μεταλλικές καμινάδες. Εδώ δεν υπήρχαν πλατφόρμες για τα νούμερα των ηθοποιών, αλλά ολόκληρες σειρές από μπουγάδες που στέγνωναν κρεμασμένες ανάμεσα στις άμαξες, ενώ ξύλινα παιχνίδια κείτονταν σκόρπια στο έδαφος. Ο δρόμος αυτός ήταν μόνο για το προσωπικό και είχε κατασκευαστεί επίτηδες στενός για να αποθαρρύνει τους ξένους.