Выбрать главу

Κινήθηκε γοργά παρά τον πόνο στον γοφό του —είχε καταφέρει να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία— όμως, προτού κάνει δέκα βήματα, τον πρόλαβαν η Εγκήνιν με τον Ντόμον. Ο Μπλάερικ είχε εξαφανιστεί — μάλλον είχε πάει να ειδοποιήσει τις αδελφές ότι παρέμεναν ασφαλείς κι ότι τελικά θα έφευγαν. Οι Άες Σεντάι, μεταμφιεσμένες σε υπηρέτριες που τάχα κόντευαν να αρρωστήσουν από ανησυχία ότι θα τις τσάκωνε στα πράσα ο σύζυγος της κυράς τους, είχαν αηδιάσει πια από την κλεισούρα στην άμαξα, όπως επίσης από το γεγονός ότι έπρεπε να μοιραστούν τον χώρο με τις σουλ’ντάμ, κάτι που ήταν δουλειά του Ματ, έτσι ώστε οι μεν Άες Σεντάι να παρακολουθούν τις σουλ’ντάμ, οι δε σουλ’ντάμ να φροντίζουν να μην μπλέκονται οι Άες Σεντάι στα πόδια του. Ο Ματ, πάντως, ήταν πολύ ικανοποιημένος που ο Μπλάερικ τον είχε απαλλάξει από την ευθύνη να επισκεφθεί ξανά εκείνη την άμαξα. Από τότε που είχαν αποδράσει, όλο και κάποια αδελφή τον φώναζε τέσσερις-πέντε φορές τη μέρα και, όποτε αδυνατούσε να το αποφύγει, πήγαινε, αλλά η εμπειρία δεν ήταν ποτέ ευχάριστη.

Αυτή τη φορά, η Εγκήνιν δεν πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του. Περπατούσε πλάι του, κοιτώντας ευθεία μπροστά και χωρίς να μπει στον κόπο να ελέγξει ούτε μία φορά την περούκα της. Ο Ντόμον βάδιζε βαριά κι αδέξια πίσω τους, σαν αρκούδα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του με τη βαριά Ιλιανή προφορά του. Ο σκούφος του φανέρωνε τη μαύρη γενειάδα του, που σταματούσε λίγο πριν αγγίξει το αυτί, αφήνοντας από πάνω μερικά αξύριστα γένια. Τον έκανε να μοιάζει κάπως... ημιτελής.

«Δύο καπετάνιοι σε ένα πλοίο φέρνουν σίγουρα την καταστροφή», είπε η Εγκήνιν με τη μακρόσυρτη προφορά της και με υπερβολική υπομονή. Το γεμάτο κατανόηση χαμόγελό της έμοιαζε να της πονάει το πρόσωπο.

«Δεν βρισκόμαστε σε πλοίο», αποκρίθηκε ο Ματ.

«Ο κανόνας είναι ο ίδιος, Κώθον! Αγρότης είσαι. Ξέρω ότι είσαι καλός άνθρωπος, αλλά τραβάς ζόρι». Η Εγκήνιν έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος του Ντόμον. Εκείνος είχε φέρει σε επαφή την ίδια με τον Ματ, τότε που σκεφτόταν να νοικιάσει έναν άντρα. «Η συγκεκριμένη κατάσταση, όμως, απαιτεί κρίση κι εμπειρία. Βρισκόμαστε σε επικίνδυνα νερά κι εσύ δεν έχεις ιδέα πώς να διαφεντέψεις».

«Γνωρίζω περισσότερα απ’ όσα νομίζεις», της απάντησε ξερά. Μπορούσε να της απαριθμήσει μια ολόκληρη λίστα από μάχες που θυμόταν να έχει ηγηθεί, μάχες που μονάχα ένας ιστορικός θα μπορούσε να αναγνωρίσει, ίσως ούτε κι αυτός. Ούτως ή άλλως, κανείς δεν θα τον πίστευε. Άλλωστε, κι ο ίδιος θα ήταν δύσπιστος αν άκουγε κάποιον άλλον να το λέει. «Δεν θα έπρεπε να ετοιμάζεστε εσύ κι ο Ντόμον; Υποθέτω πως δεν θα θέλατε να ξεχάσετε κάτι». Όλα τα υπάρχοντα της Εγκήνιν ήταν ήδη στοιβαγμένα στην άμαξα που η ίδια κι ο Ματ μοιράζονταν με τον Ντόμον —όχι ότι ήταν και πολύ άνετα, δηλαδή— αλλά ο Ματ επιτάχυνε το βήμα του, ελπίζοντας πως η γυναίκα είχε καταλάβει το υπονοούμενο. Άσε που ο μόνος ορατός προορισμός ήταν μονάχα εμπρός.

Ο γυαλιστερός μπλε υφασμάτινος τοίχος, στριμωγμένος ανάμεσα σε μία έντονα βαμμένη κίτρινη και μια σμαραγδοπράσινη άμαξα, μετά βίας χωρούσε τρία ράντζο, αλλά αν ο Ματ ήθελε να παράσχει καταφύγιο σε όσους έφευγαν από το Έμπου Νταρ, έπρεπε να δωροδοκήσει, και το ίδιο έπρεπε να κάνει για να τους αφήσουν οι άλλοι να περάσουν. Ό,τι κατάφερε να μισθώσει ήταν αυτό που του είχαν επιβάλει οι άλλοι, και μάλιστα σε τιμές καλού πανδοχείου. Ο Τζούιλιν, ένας μελαψός, γεροδεμένος τύπος με κοντά, μαύρα μαλλιά, καθόταν ανακούρκουδα μπροστά στη σκηνή παρέα με τον Όλβερ, ένα λεπτό και μικροκαμωμένο αγόρι, κοκαλιάρικο όπως όταν το πρωτοσυνάντησε ο Ματ, πάνω-κάτω δέκα χρόνων, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος. Παρά τον ισχυρό αέρα, κανείς από τους δύο δεν φορούσε πανωφόρι. Έπαιζαν Φίδια κι Αλεπούδες σ’ ένα ταμπλό που ο νεκρός πατέρας του αγοριού είχε κατασκευάσει μ’ ένα κομμάτι άλικου υφάσματος. Ρίχνοντας τα ζάρια, ο Όλβερ μέτρησε προσεκτικά τις κουκκίδες, αναλογιζόμενος την επόμενη κίνησή του κατά μήκος του ιστού από μαύρες γραμμές και βέλη. Ο Δακρυνός ληστοκυνηγός δεν έδινε και μεγάλη προσοχή στο παιχνίδι. Μόλις είδε τον Ματ, σηκώθηκε.

Ξαφνικά, ο Νόαλ ξεπήδησε από την άκρη της σκηνής λαχανιασμένος, λες κι έτρεχε για ώρα. Ο Τζούιλιν κοίταξε έκπληκτος τον ηλικιωμένο κι ο Ματ έσμιξε τα φρύδια του. Αυτός είχε πει στον Νόαλ να έρθει μέχρι εδώ. Πού είχε πάει πριν; Ο Νόαλ τον κοίταξε γεμάτος προσμονή, σαν να ένιωθε λίγη ενοχή ή αμηχανία, δίνοντας την εντύπωση πως περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει τι είχε να πει ο Ματ.