«Έχεις υπ’ όψιν σου για τους Σωντσάν;» ρώτησε ο Τζούιλιν, στρέφοντας κι αυτός την προσοχή του στον Ματ.
Μια σκιά φάνηκε μέσα από την πάνινη είσοδο της σκηνής και μια μελαχρινή γυναίκα, που καθόταν στην άκρη ενός ράντζου, με το κορμί της τυλιγμένο σ’ έναν παλιό γκρίζο μανδύα, έγειρε μπροστά κι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Τζούιλιν, ρίχνοντας μια δύσπιστη ματιά στον Ματ. Η Θίρα ήταν χαριτωμένη, αν βέβαια δεν είχες πρόβλημα με τα διαρκώς σουφρωμένα στόματα, κάτι που φαίνεται πως άρεσε στον Τζούιλιν από τον τρόπο που της χαμογέλασε καθησυχαστικά χτυπώντας ανάλαφρα το χέρι της. Ήταν επίσης γνωστή ως Αμάθιρα Έλφντιν Κασμίρ Λουνόλ, Πανάρχουσα του Τάραμπον και κάτι λιγότερο από βασίλισσα. Αν μη τι άλλο, κάποτε ήταν βασίλισσα. Ο Τζούιλιν το ήξερε καλά αυτό, όπως κι ο Θομ, αλλά κανείς από τους δύο δεν σκόπευε να το πει στον Ματ, μέχρι τουλάχιστον να φθάσουν στον θίασο. Ούτως ή άλλως, κι ο ίδιος υπέθετε πως δεν είχε πολλή σημασία. Η γυναίκα ανταποκρινόταν καλύτερα στο «Θίρα» παρά στο «Αμάθιρα», δεν είχε απαιτήσεις —παρά μόνο από τον Τζούιλιν— κι ήταν μάλλον απίθανο να την αναγνωρίσει κανείς εκεί. Όπως και να είχε, ο Ματ ήλπιζε να νιώθει υπέρ το δέον ευγνώμων που την έσωσαν, μια κι ο Τζούιλιν σίγουρα ένιωθε κάτι παραπάνω γι’ αυτήν. Ποιος απαγόρευε, άλλωστε, τον έρωτα μιας εκθρονισμένης πανάρχουσας μ’ έναν ληστοκυνηγό; Είχαν συμβεί και πιο παράξενα πράγματα στο παρελθόν, παρ’ ότι δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να ανασύρει κάποιο παράδειγμα από τη μνήμη του.
«Ήθελαν να δουν τη βεβαίωση σχετικά με τ’ άλογα του Λούκα», είπε ο Ματ κι ο Τζούιλιν ένευσε εμφανώς ανακουφισμένος.
«Πάντως, δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους στάβλους». Η βεβαίωση ήταν μια λίστα με τον ακριβή αριθμό αλόγων που επιτρεπόταν να έχει ο Λούκα. Μπορεί οι Σωντσάν να ήταν γενναιόδωροι στις ανταμοιβές τους, αλλά, δεδομένων των αναγκών τους για άλογα κι υποζύγια για τις άμαξες, δεν ήταν διατεθειμένοι να εκδίδουν άδειες στον καθένα για να στήσει εμπόριο αλόγων. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα πάρουν όσα περισσεύουν. Στη χειρότερη...» Ο ληστοκυνηγός ανασήκωσε τους ώμους του. Να κι άλλος ένας που χαιρόταν.
Αφήνοντας μια τρομαγμένη κραυγή, η Θίρα τράβηξε τον μανδύα πιο σφιχτά πάνω στο κορμί της και χάθηκε βιαστικά στο βάθος της σκηνής. Ο Τζούιλιν έριξε μια ματιά πίσω από τον Ματ και το βλέμμα του σκλήρυνε. Ο Δακρυνός μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί και Πρόμαχο στη σκληρότητα του βλέμματος. Η Εγκήνιν φαίνεται πως δεν είχε καταλάβει τίποτα κι απλώς κοιτούσε αγριεμένη τη σκηνή. Ο Ντόμον καθόταν δίπλα της, με τα μπράτσα διπλωμένα πάνω στο στήθος, ρουφώντας αέρα μέσα από τα δόντια του, σαν να ήταν σκεφτικός ή απλώς να έκανε υπομονή.
«Μάζεψε τη σκηνή σου, Σάνταρ», πρόσταξε η Εγκήνιν. «Φεύγουμε μόλις επιστρέψει ο Μέριλιν». Έσφιξε το σαγόνι της, αλλά απέφυγε να αγριοκοιτάξει τον Ματ. Σχεδόν, δηλαδή. «Φρόντισε να μη... δημιουργήσει προβλήματα η... γυναίκα σου». Μέχρι πρόσφατα, προτού την κλέψει ο Τζούιλιν, η Θίρα δεν ήταν παρά μια απλή υπηρέτρια, μια ντα’κοβάλε, ιδιοκτησία της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ. Για τα δεδομένα της Εγκήνιν, η κλοπή μιας ντα’κοβάλε ήταν σχεδόν εξίσου επαίσχυντη με την απελευθέρωση μιας νταμέην.
«Μπορώ να καβαλικέψω τον Άνεμο;» αναφώνησε ο Όλβερ, αναπηδώντας όρθιος. «Μπορώ, Ματ; Μπορώ, Λέιλγουιν;» Η Εγκήνιν του χαμογέλασε. Ο Ματ δεν την είχε δει ποτέ να χαμογελάει σε κάποιον, ούτε καν στον Ντόμον.
«Όχι ακόμη», απάντησε ο Ματ. Όχι μέχρις ότου απομακρύνονταν αρκετά από το Έμπου Νταρ, έτσι ώστε να μη θυμάται κανείς το γκρίζο άτι με το πιτσιρίκι στη ράχη. «Ίσως σε λίγες μέρες. Τζούιλιν, ειδοποιείς και τους άλλους, αν έχεις την καλοσύνη; Ο Μπλάερικ το ξέρει ήδη, οπότε πες το στις αδελφές».
Ο Τζούιλιν δεν έχασε χρόνο, παρά μόνο όρμησε μέσα στη σκηνή για να καλμάρει τη Θίρα, η οποία μάλλον τώρα τελευταία είχε ανάγκη από παρηγοριά. Μόλις ο άντρας βγήκε, κουβαλώντας ένα σκούρο πανωφόρι των Δακρυνών, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να μοιάζει πολυφορεμένο, είπε στον Όλβερ να παρατήσει το παιχνίδι και να βοηθήσει τη Θίρα με τις αποσκευές μέχρι αυτός να επιστρέψει. Κατόπιν, τοποθέτησε το κωνικό κόκκινο καπέλο με την επίπεδη κορυφή πάνω στο κεφάλι του και ξεκίνησε, βάζοντας ταυτόχρονα το πανωφόρι. Δεν έριξε ματιά στην Εγκήνιν, η οποία τον θεωρούσε κλέφτη, κάτι ιδιαίτερα προσβλητικό για ληστοκυνηγό, αλλά ούτε ο Δακρυνός τη συμπαθούσε ιδιαιτέρως.
Ο Ματ ήταν έτοιμος να ρωτήσει τον Νόαλ πού είχε πάει, αλλά ο γέρος βάδισε σβέλτα πίσω από τον Τζούιλιν, φωνάζοντας πάνω από τον ώμο του, έτσι που να τον ακούσουν κι οι υπόλοιποι, ότι ο θίασος ήταν έτοιμος για αναχώρηση. Τέλος πάντων, δύο άτομα θα διέδιδαν την είδηση καλύτερα από ένα —ο Βάνιν και οι τέσσερις επιζώντες Κοκκινόχεροι μοιράζονταν μια μικρή σκηνή στη μια άκρη του καταυλισμού, ενώ ο Νόαλ μοιραζόταν άλλη μία με τον Θομ και τους δύο επιζώντες, τον Λόπιν και τον Νέριμ, στην αντικριστή μεριά— οπότε η ερώτηση του Ματ μπορούσε να περιμένει. Πιθανότατα, ο γέρος είχε καθυστερήσει να αποθηκεύσει τα πολύτιμα ψάρια του σε κάποιο ασφαλές σημείο. Εν πάση περιπτώσει, η ερώτηση έχασε ξαφνικά τη σημασία της.