Выбрать главу

Αμήχανη σιωπή ακολούθησε τα λόγια του. Ο ταυρολαίμης Ρατζάμπι έμοιαζε κάπως ζαβλακωμένος, ενώ ο Γουακέντα μασούσε το χείλος του σαν ξαφνιασμένο κοριτσάκι.

Τελικά, ο Σίμρον μουρμούρισε: «Είναι δυνατόν να νικηθούν, Άρχοντα Ιτουράλντε; Αντιμετώπισα τις... αλυσοδεμένες τους Άες Σεντάι στην Πεδιάδα του Άλμοθ, όπως κι εσύ». Μπότες γρατζούνισαν το δάπεδο καθώς οι άντρες μετατόπιζαν τα πόδια τους, ενώ τα πρόσωπα σκοτείνιασαν από παγερή οργή. Κανείς δεν ήθελε να σκέφτεται τον εαυτό του αβοήθητο μπροστά στον εχθρό, αλλά εκείνους τους καιρούς αρκετοί από δαύτους ήταν μαζί με τον Ιτουράλντε και τον Σίμρον, και γνώριζαν πολύ καλά το ποιόν του εχθρού.

«Μπορούν να νικηθούν, Άρχοντα Σίμρον», αποκρίθηκε ο Ιτουράλντε, «ακόμα κι αν μας παρουσιάσουν κάποιες... εκπλήξεις». Παράξενο συναίσθημα να προκαλείς τη γη να ανοίξει να σε καταπιεί και να στέλνεις ανιχνευτές κατευθείαν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με Σκιογέννητους, αλλά έπρεπε να φανεί και να δείχνει σίγουρος. Επιπλέον, από τη στιγμή που ξέρεις τι μπορεί να κάνει ο εχθρός, προσαρμόζεσαι ανάλογα — αυτό ήταν ήδη κάτι ουσιώδες πολύ πριν από την εμφάνιση των Σωντσάν. Οι επιδρομές των Σωντσάν είχαν ως επακόλουθο σκότος, όπως και καταιγίδες, αλλά μόνο κάποιος ικανός να προβλέπει τον καιρό θα μπορούσε να πει πότε έρχεται θύελλα. «Ο συνετός άντρας παύει να μασάει μόλις φτάσει στο κόκαλο», συνέχισε, «αλλά, μέχρι τώρα, οι Σωντσάν κοντεύουν να φάνε το κρέας πριν ακόμα φτάσουν στο κόκαλο. Σκοπεύω να τους δώσω μεγαλύτερη μπουκιά απ’ αυτή που μπορούν να μασήσουν. Επιπλέον, έχω ένα σχέδιο για να τους κάνω να δαγκώσουν τόσο δυνατά, ώστε να σπάσουν τα δόντια τους πάνω στο κόκαλο πριν καλά-καλά μασήσουν το κρέας. Λοιπόν, εγώ δεσμεύτηκα από τη μεριά μου. Εσείς;»

Ήταν δύσκολο να μην κρατήσει την ανάσα του. Κάθε άντρας φάνταζε απορροφημένος στον εαυτό του. Τους έβλεπε όλους συλλογισμένους. Ο Λύκος είχε σχέδιο. Οι Σωντσάν είχαν αλυσοδέσει τις Άες Σεντάι, τα ιπτάμενα θηρία και το Φως μονάχα ήξερε τι άλλο. Ο Λύκος, όμως, είχε σχέδιο. Οι Σωντσάν. Ο Λύκος.

«Αν μπορεί να τους νικήσει ο καθένας», είπε τελικά ο Σίμρον, «σίγουρα θα μπορείς κι εσύ, Άρχοντα Ιτουράλντε. Δεσμεύομαι».

«Κι εγώ!» αναφώνησε ο Ρατζάμπι. «Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα, εκεί απ’ όπου ήρθαν!» Το ταμπεραμέντο του ήταν ταυρίσιο, όπως κι ο λαιμός του.

Παραδόξως, ο Γουακέντα συμφώνησε κι αυτός με βροντώδη φωνή κι εξίσου έντονο ενθουσιασμό. Κατόπιν, ξέσπασε μια θύελλα από φωνές, όπου όλοι συνηγορούσαν στη δέσμευση του Βασιλιά να τσακίσει τους Σωντσάν, ενώ μερικοί ορκίστηκαν να ακολουθήσουν τον Λύκο μέχρι και στο Χάσμα του Χαμού. Όλα αυτά ήταν ευχάριστα, αλλά ο Ιτουράλντε είχε έρθει και για κάτι άλλο.

«Αν μας ζητάς να πολεμήσουμε για το Άραντ Ντόμαν», ακούστηκε μια φωνή πάνω από τις υπόλοιπες, «τότε, ζήτα το!» Οι άντρες που μόλις είχαν δεσμευτεί με όρκους άρχισαν να μουρμουρίζουν θυμωμένα, ενώ μισοακούστηκαν και κάποιες βλαστήμιες.

Κρύβοντας την ικανοποίηση του πίσω από μια έκφραση προσήνειας, ο Ιτουράλντε στράφηκε να αντικρίσει τον ομιλητή στην απέναντι μεριά του δωματίου. Ο Ταραμπονέζος ήταν ψηλόλιγνος και με γαμψή μύτη, που έμοιαζε να σχηματίζει τέντα πάνω από το κάλυμμά του. Η ματιά του, ωστόσο, ήταν σκληρή και διαπεραστική. Κάποιοι από τους υπόλοιπους Ταραμπονέζους συνοφρυώθηκαν, σαν να μην ευχαριστήθηκαν ιδιαίτερα που μίλησε ο άντρας, κι έτσι φάνηκε ότι δεν είχαν αρχηγό, όπως κι οι Ντομανοί, αλλά τίποτα δεν αναιρούσε πλέον τα λόγια που είχαν ακουστεί. Ο Ιτουράλντε ήλπιζε να ισχύουν οι εγγυήσεις που είχε λάβει, οι οποίες όμως δεν ήταν κι απαραίτητες για το σχέδιά του. Οι Ταραμπονέζοι, όμως, ήταν. Αν μη τι άλλο, η παρουσία τους αύξαινε εκατό φορές την πιθανότητα να λειτουργήσει αυτό που είχε στο μυαλό του. Κάνοντας μια υπόκλιση, απευθύνθηκε ευγενικά στον άντρα που είχε μιλήσει.

«Σου προσφέρω την ευκαιρία να πολεμήσεις για το Τάραμπον, αγαπητέ μου Άρχοντα. Οι Αελίτες προκάλεσαν αναταραχή στον κάμπο κι οι πρόσφυγες όλο γι’ αυτό μιλάνε. Πες μου, θα μπορούσε ένας μικρός ουλαμός από τους άντρες σου —εκατό, άντε διακόσιοι— να διασχίσουν τον κάμπο έτσι άναρχα και να εισέλθουν στο Τάραμπον αν οι πανοπλίες τους ήταν σημαδεμένες με ρίγες, όπως αυτοί που τάχθηκαν με τους Σωντσάν;»

Έμοιαζε απίθανο, αλλά το πρόσωπο του Ταραμπονέζου σφίχτηκε περισσότερο κι ήρθε η σειρά των αντρών που βρίσκονταν από τη δική του μεριά του δωματίου να μουρμουρίσουν οργισμένα και να αρχίσουν τις βρισιές. Δεν ήταν λίγες οι ειδήσεις που είχαν φτάσει στον Βορρά και μιλούσαν για έναν βασιλιά και Πανάρχη που οι Σωντσάν είχαν τοποθετήσει στον θρόνο τους κι ο οποίος ορκίστηκε πίστη σε μια αυτοκράτειρα από την άλλη πλευρά του Ωκεανού Άρυθ. Δεν ήθελαν κανέναν να τους υπενθυμίζει πόσοι από τους συμπατριώτες τους κάλπαζαν πλέον για λογαριασμό αυτής της αυτοκράτειρας. Οι περισσότεροι «Σωντσάν» στην Πεδιάδα του Άλμοθ ήταν Ταραμπονέζοι.