Ο αχός των ανθρώπων που φώναζαν τους εκπαιδευτές αλόγων να ζέψουν τα υποζύγια, κι άλλων που ξελαρυγγιάζονταν για να μάθουν τι συνέβαινε, άρχισε να γεμίζει τον καταυλισμό. Η Άντρια, μια ψηλόλιγνη γυναίκα που κρατούσε επάνω της μια λουλουδάτη πράσινη ρόμπα, φάνηκε να τρέχει ξυπόλητη κι εξαφανίστηκε μέσα στην κίτρινη άμαξα, εκεί όπου ζούσαν κι οι άλλοι τέσσερις ακροβάτες. Κάποιος από την πράσινη άμαξα μούγκρισε βραχνά ότι υπήρχε κόσμος που προσπαθούσε να κοιμηθεί. Μια χούφτα παιδιά διασκεδαστών, κάποια διασκεδαστές και τα ίδια, πέρασαν βιαστικά κι ο Όλβερ σήκωσε το βλέμμα του από το παιχνίδι που μάζευε. Θεωρούσε αυτό το παιχνίδι ως το πολυτιμότερο αντικείμενο που είχε στην κατοχή του, κι αν δεν ήταν γι’ αυτό, δεν θα δίσταζε να πάει μαζί τους. Πάντως, θα έπαιρνε λίγη ώρα ακόμα μέχρι να ετοιμαστεί όλος ο θίασος για αναχώρηση, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που γρύλιζε ο Ματ. Μόλις είχε ακούσει εκείνα τα καταραμένα ζάρια να κροταλίζουν ξανά μες στο κεφάλι του.
3
Βεντάλια από Χρώματα
Ο Ματ δεν ήξερε αν έπρεπε να βρίσει ή να κλάψει. Με τους στρατιώτες φευγάτους και το Έμπου Νταρ ερειπωμένο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να χοροπηδούν τα ζάρια στο κεφάλι του, αλλά και να υπήρχε, δεν θα τον έβλεπε προτού να είναι πολύ αργά. Όποια κι αν ήταν τα μελλούμενα, μπορεί να συνέβαιναν σε μερικές μέρες ή σε μία ώρα από τώρα, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να τα προβλέψει. Το μόνο βέβαιο ήταν πως θα συνέβαινε κάτι σημαντικό —ή φρικτό— κι όχι ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση να το αποφύγει. Μερικές φορές, όπως εκείνη τη νύχτα στην πύλη, δεν καταλάβαινε γιατί τα ζάρια εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν ακόμα κι όταν είχαν σταματήσει. Αν ήξερε κάτι με σιγουριά, ήταν πως, άσχετα από το αν τον έκαναν να χοροπηδάει σαν κατσίκι, από τη στιγμή που άρχιζαν τον χορό τους δεν ήθελε να σταματήσουν ποτέ. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή σταματούσαν.
«Είσαι καλά, Ματ;» είπε ο Όλβερ. «Οι Σωντσάν δεν μπορούν να μας πιάσουν πια». Προσπαθούσε αδέξια να φανεί πειστικός, αλλά άφησε να αιωρείται κι ένα ερωτηματικό.
Ξαφνικά, ο Ματ συνειδητοποίησε ότι κοιτούσε στο πουθενά. Η Εγκήνιν τού έριξε μια συνοφρυωμένη ματιά χαϊδεύοντας αφηρημένα την περούκα της, προφανώς θυμωμένη επειδή την αγνοούσε. Το βλέμμα του Ντόμον ήταν γεμάτο ζωηράδα. Αν δεν αναστατωνόταν για λογαριασμό της Εγκήνιν, ο Ματ θα έτρωγε το καπέλο του. Ακόμα κι η Θίρα τον κρυφοκοίταζε μέσα από την πάνινη είσοδο της σκηνής, πασχίζοντας πάντα να μένει αθέατη για την Εγκήνιν. Ο Ματ αδυνατούσε να το εξηγήσει αυτό. Μόνο ένας άντρας με χυλό αντί για μυαλό θα πίστευε πως τα ζάρια που άκουγε μέσα στο κεφάλι του και που κανείς άλλος δεν έβλεπε αποτελούσαν ένα είδος προειδοποίησης. Ή, ίσος, ένας άντρας σημαδεμένος από τη Δύναμη ή από τον Σκοτεινό. Δεν είχε καμιά διάθεση να εγείρει υποψίες. Άσε που εκείνη η βραδιά στην πύλη μπορεί να επαναλαμβανόταν. Όχι, το μυστικό αυτό δεν έπρεπε με τίποτα να αποκαλυφθεί. Ούτως ή άλλως, δεν θα ήταν προς όφελός του.
«Όχι, δεν θα μας πιάσουν ποτέ, Όλβερ, ειδικά εμένα κι εσένα». Ανακάτεψε τα μαλλιά του αγοριού κι ο Όλβερ χαμογέλασε πλατιά, με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση. «Αρκεί να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα και να είμαστε συγκεντρωμένοι. Να θυμάσαι ότι, αν προσέχεις γύρω σου και το μυαλό σου δουλεύει ξουράφι, μπορείς να ξεπεράσεις οποιαδήποτε δυσκολία, αν όχι όμως, θα φας τα μούτρα σου». Ο Όλβερ ένευσε σοβαρά, αλλά η υπενθύμιση του Ματ αφορούσε και σε άλλους, ίσως και στον ίδιο του τον εαυτό. Μα το Φως, όλοι τους ήταν σε πλήρη επιφυλακή. Εκτός από τον Όλβερ, που νόμιζε πως όλα αυτά δεν ήταν παρά μια συγκλονιστική περιπέτεια, οι υπόλοιποι τρώγονταν με τα ρούχα τους πριν ακόμα φύγουν από την πόλη. «Πήγαινε να δώσεις ένα χεράκι στη Θίρα, όπως σου είπε ο Τζούιλιν, Όλβερ».
Μια απότομη ριπή αέρα διαπέρασε το πανωφόρι του Ματ, κάνοντάς τον να ριγήσει. «Και να βάλεις το πανωφόρι σου. Κάνει κρύο», πρόσθεσε, καθώς το αγόρι προσπέρασε τη Θίρα και μπήκε στη σκηνή. Τα θροίσματα και τα ξυσίματα που ακούστηκαν από το εσωτερικό μαρτυρούσαν ότι ο Όλβερ είχε πιάσει δουλειά —με ή χωρίς το πανωφόρι του— αλλά η Θίρα παρέμεινε καθισμένη οκλαδόν στην είσοδο της σκηνής, παρακολουθώντας τον Ματ. Το αγόρι σίγουρα θα άρπαζε πνευμονία αν δεν υπήρχε ο Ματ Κώθον να το φροντίζει.