Μόλις ο Όλβερ χάθηκε στο εσωτερικό της σκηνής, η Εγκήνιν πλησίασε περισσότερο τον Ματ, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της, κι εκείνος μούγκρισε μέσα από τα δόντια του. «Έχουμε να συζητήσουμε πέντε πραματάκια, Κώθον», του είπε με τραχιά φωνή. «Τώρα! Δεν θα χαλάσεις εσύ το ταξίδι μας ακυρώνοντας τις εντολές μου».
«Δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα», της αποκρίθηκε. «Δεν ήμουν ποτέ στη δούλεψη σου, αυτό είναι όλο». Η γυναίκα κατάφερε να κάνει το πρόσωπό της να φανεί ακόμα πιο σκληρό, υπονοώντας πως εκείνη έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Ήταν πεισματάρα σαν χελώνα, μα όλο και κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να ελευθερωθεί από τη μέγκενή της. Ο Ματ δεν ήθελε με τίποτα να βρεθεί μόνος με τα ζάρια να κουδουνίζουν στο κεφάλι του, αλλά θα ήταν προτιμότερο από το να τα ακούει αναγκαστικά διαφωνώντας ταυτόχρονα με την Εγκήνιν. «Θα δω την Τουόν πριν φύγουμε». Οι λέξεις ξεπήδησαν από το στόμα του πριν καλά-καλά σχηματιστούν στο μυαλό του. Συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει κάμποση ώρα που βρίσκονταν ακινητοποιημένοι σε εκείνο το ζοφερό σημείο.
Στο άκουσμα του ονόματος της Τουόν, η Εγκήνιν χλώμιασε κι ο Ματ άκουσε μια άναρθρη κραυγή να ξεφεύγει από τα χείλη της Θίρα, ακολουθούμενη από το απότομο κλείσιμο των πτερυγίων της πάνινης εισόδου. Η πάλαι ποτέ Πανάρχουσα είχε υιοθετήσει αρκετές συνήθειες των Σωντσάν ενόσω ήταν ιδιοκτησία της Σούροθ, όπως επίσης και πολλές από τις προκαταλήψεις τους. Η Εγκήνιν, εντούτοις, ήταν πιο σκληρόπετση. «Για ποιο λόγο;» ρώτησε απαιτητικά και, δίχως σχεδόν να πάρει ανάσα, συνέχισε ανήσυχη και μαινόμενη: «Δεν πρέπει να την αποκαλείς έτσι. Οφείλεις να δείχνεις σεβασμό». Από μία άποψη, ο τόνος της φωνής της ήταν ακόμα σκληρότερος από πριν.
Ο Ματ χασκογέλασε, αλλά η γυναίκα δεν φάνηκε να καταλαβαίνει το αστείο. Σεβασμό; Πού είναι ο σεβασμός όταν χώνεις ένα φίμωτρο στο στόμα κάποιου και τον τυλίγεις με μια ταπετσαρία; Το να αποκαλεί την Τουόν Υψηλή Αρχόντισσα ή οτιδήποτε άλλο δεν θα άλλαζε κάτι. Βέβαια, η Εγκήνιν ήταν πιότερο διατεθειμένη να συζητήσει περί της απελευθέρωσης μιας νταμέην παρά για την Τουόν. Ίσως προσποιούνταν πως η απαγωγή δεν συνέβη ποτέ, κι αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει. Μα το Φως, πάσχιζε να το αγνοήσει ενώ συνέβαινε ήδη. Σύμφωνα με τα κριτήριά της, οποιοδήποτε άλλο έγκλημα ωχριούσε μπροστά σε αυτό.
«Επειδή θέλω να της μιλήσω», είπε ο Ματ. Γιατί όχι, άλλωστε; Αργά ή γρήγορα, αυτό θα έπρεπε να κάνει. Ο κόσμος είχε αρχίσει να πηγαινοέρχεται στο στενό δρομάκι, μισοντυμένοι άντρες με κρεμαστές πουκαμίσες και γυναίκες με τα μαλλιά τους ακόμα τυλιγμένα με τις μαντίλες της νύχτας, άλλοι σύροντας άλογα κι άλλοι τριγυρνώντας δώθε-κείθε, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει ο Ματ. Ένα νευρώδες αγόρι, κάπως μεγαλύτερο από τον Όλβερ, τον προσπέρασε κάνοντας τούμπες όποτε το πλήθος τού παραχωρούσε λίγο χώρο. Ίσως εξασκούνταν ή απλώς έπαιζε. Ο νυσταλέος τύπος στη βαθυπράσινη άμαξα δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Ο Μέγας Περιοδεύων Θίασος του Λούκα δεν θα πήγαινε πουθενά για μερικές ώρες ακόμα. Υπήρχε άφθονος χρόνος. «Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου», της πρότεινε προσδίδοντας αθώα χροιά στη φωνή του. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί.
Η πρόταση έκανε την Εγκήνιν να κοκαλώσει. Το πρόσωπό της δεν θα μπορούσε να γίνει ωχρότερο. Ωστόσο, ένα ίχνος χρώματος φάνηκε να διυλίζεται στα μάγουλά της. «Θα της δείξεις τον ανάλογο σεβασμό», είπε βραχνά, αδράχνοντας τους κόμπους του μαντιλιού της και με τα δύο χέρια, λες και προσπαθούσε να σφίξει ακόμα περισσότερο την περούκα στο κεφάλι της. «Έλα, Μπέυλ. Θέλω να βεβαιωθώ ότι τα υπάρχοντά μου τακτοποιήθηκαν».
Ο Ντόμον δίστασε για μια στιγμή, καθώς η γυναίκα άρχισε να απομακρύνεται στο πλήθος χωρίς να ρίξει ματιά πίσω της, ενώ ο Ματ τον κοιτούσε επιφυλακτικά. Είχε κάποιες αόριστες αναμνήσεις φυγής με το ποταμόπλοιο του Ντόμον, αλλά ήταν τόσο αόριστες, που αδυνατούσε να τις περιγράψει. Ο Θομ ήταν φιλικός απέναντι στον Ντόμον, κάτι πολύ θετικό για τον Ιλιανό, όμως ο άλλος δεν έπαυε να είναι ο προστάτης της Εγκήνιν, έτοιμος να την υποστηρίξει σε οτιδήποτε, ακόμα και σε μια ενδεχόμενη αντιπάθεια απέναντι στον Τζούιλιν, γι’ αυτό κι ο Ματ δεν τον εμπιστευόταν περισσότερο απ’ όσο εμπιστευόταν την Εγκήνιν. Δηλαδή, όχι πολύ. Η Εγκήνιν κι ο Ντόμον είχαν τα δικά τους σχέδια κι ελάχιστα τους αφορούσε κατά πόσον ο Ματ Κώθον είχε να κρύψει κάτι. Εν προκειμένω, αμφέβαλλε πολύ αν ο άντρας τον εμπιστευόταν, όμως, από την άλλη μεριά, κανείς τους δεν είχε εναλλακτικές λύσεις προς το παρόν.
«Μα την τύχη μου», μουρμούρισε ο Ντόμον, ξύνοντας τις σκληρές τρίχες πάνω από το αριστερό του αυτί. «Ό,τι κι αν κάνεις, μπελάδες βρίσκεις. Μου φαίνεται πως είναι πιο σκληρή απ’ όσο δείχνει».