«Η Εγκήνιν;» ρώτησε δύσπιστα ο Ματ. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην αλέα, για να δει μήπως άκουσε κανείς το όνομα που είχε ξεφύγει από τα χείλη του. Τα βλέμματα κάποιων περαστικών έπεσαν πάνω στον ίδιο και στον Ντόμον, αλλά κανείς δεν έριξε δεύτερη ματιά. Ο Λούκα δεν ήταν ο μόνος που ανυπομονούσε να φύγει από μια πόλη όπου οι χορηγίες για τον θίασο είχαν στερέψει πλέον, κι οι νυχτερινές αστραπές που είχαν πυρπολήσει το λιμάνι αποτελούσαν πρόσφατη ανάμνηση. Θα μπορούσαν να είχαν φύγει όλοι εκείνη την πρώτη νύχτα, αφήνοντας τον Ματ εκτεθειμένο, αν ο Λούκα δεν τους έπειθε να μην το κάνουν. Το υποσχόμενο χρυσάφι είχε κάνει τον Λούκα εξαιρετικά πειστικό. «Το ξέρω ότι είναι πιο σκληρή κι από πολυκαιρισμένες μπότες, Ντόμον, αλλά οι πολυκαιρισμένες μπότες δεν μου ταιριάζουν πια. Δεν βρισκόμαστε πάνω σε πλοίο και δεν πρόκειται να την αφήσω να έχει τον έλεγχο και να καταστρέψει τα πάντα».
Ο Ντόμον έκανε μια γκριμάτσα, λες κι ο Ματ ήταν χαζοχαρούμενος. «Η κοπέλα, άνθρωπέ μου. Πιστεύεις πως θα ήσουν τόσο ψύχραιμος αν σε είχαν απαγάγει μες στη νύχτα; Όποιο κι αν είναι το παιχνίδι σας, άσχετα από τις διάφορες σαχλαμάρες που ακούγονται, πως τάχα είναι γυναίκα σου, πρόσεχέ την, ειδάλλως θα σε κάνει γουλί».
«Παριστάνω τον τρελό», μουρμούρισε ο Ματ. «Πόσες φορές πρέπει να το πω; Για μια στιγμή, παρέλυσα από τον τρόμο μου». Όντως. Αν μάθαινε ποια είναι στην πραγματικότητα η Τουόν, παλεύοντας συγχρόνως μαζί της, ακόμα κι ένας Τρόλοκ θα τρόμαζε.
Ο Ντόμον μούγκρισε δύσπιστα. Ε, δεν ήταν κι η καλύτερη ιστορία που είχε σκαρφιστεί ποτέ ο Ματ. Ωστόσο, εκτός από τον Ντόμον, όποιοι την είχαν ακούσει, την αποδέχονταν. Έτσι πίστευε ο Ματ, τουλάχιστον. Και μόνο στη σκέψη της Τουόν, η Εγκήνιν ένιωθε τη γλώσσα της να δένεται κόμπος, αλλά θα μπορούσε να μιλήσει ανοικτά αν πίστευε ότι ο Ματ σοβαρολογούσε. Εξίσου πιθανό, βέβαια, ήταν να τον μαχαίρωνε επί τόπου.
Ατενίζοντας προς την κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει η Εγκήνιν, ο Ιλιανός κούνησε το κεφάλι του. «Από δω κι εμπρός, προσπάθησε να συγκρατείς τη γλώσσα σου. Η Εγκ... η Λέιλγουιν... παθαίνει σπασμούς όποτε σκέφτεται όσα έχεις πει. Την έχω ακούσει να μουρμουράει μέσα από τα δόντια της, και βάζω στοίχημα ότι και το κορίτσι δεν παίρνει το θέμα πιο ανάλαφρα. "Παίξ’ το τρελός" μαζί της και θα την πληρώσουμε όλοι». Έσυρε χαρακτηριστικά το δάχτυλό του κατά πλάτος του λαιμού του κι υποκλίθηκε κοφτά πριν χαθεί μέσα στο πλήθος, ξοπίσω από την Εγκήνιν.
Παρακολουθώντας τον να απομακρύνεται, ο Ματ κούνησε επίσης το κεφάλι του. Σκληρή η Τουόν; Ναι, πράγματι ήταν η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών και τα τοιαύτα, κι είχε καταφέρει να τον ανατριχιάσει με μία και μόνη ματιά που του είχε ρίξει στο Παλάτι Τάρασιν, όταν ο Ματ νόμιζε πως δεν ήταν παρά μία ακόμη ψηλομύτα Σωντσάν αριστοκράτισσα, αλλά αυτό συνέβαινε επειδή ξεφύτρωνε πάντα εκεί που δεν την έσπερναν, και τίποτα παραπάνω. Σκληρή; Έμοιαζε περισσότερο με κούκλα φτιαγμένη από μαύρη πορσελάνη. Πόσο σκληρή να ήταν;
Ήταν το μόνο που μπορούσες να κάνεις για να μη σου σπάσει τη μύτη, ίσως και κάτι χειρότερο, υπενθύμισε στον εαυτό του.
Πρόσεχε πολύ για να μην επαναλάβει αυτό που ο Ντόμον αποκαλούσε «διάφορες σαχλαμάρες», αλλά η αλήθεια ήταν πως όντως θα νυμφευόταν την Τουόν. Η σκέψη και μόνο τον έκανε να αναστενάξει. Το ήξερε τόσο καλά σαν να ήταν προφητεία, κι από μια άποψη, πράγματι ήταν. Αδυνατούσε να φανταστεί πώς θα γινόταν αυτός ο γάμος· βάσει λογικής, φάνταζε απίθανο, και δεν θα τον στεναχωρούσε ιδιαίτερα αν αυτό αποδεικνυόταν. Ήξερε, όμως, ότι τα πράγματα δεν θα έπαιρναν αυτή την τροπή. Γιατί βρισκόταν πάντα μπλεγμένος με καταραμένες γυναίκες, έτοιμες να τον μαχαιρώσουν ή να του πάρουν το κεφάλι; Δεν ήταν καθόλου δίκαιο. Είχε σκοπό να πάει κατευθείαν στην άμαξα όπου κρατούσαν την Τουόν και τη Σελούσια, έχοντας αναθέσει την εποπτεία τους στη Σετάλε Ανάν —η πανδοχέας ήταν τόσο σκληρή, ώστε μπροστά της μια πέτρα φάνταζε μαλακή· μια παραχαϊδεμένη αριστοκράτισσα κι η υπηρέτρια μιας αρχόντισσας δεν θα της προκαλούσαν κανένα πρόβλημα, ειδικά όταν έξω εκτελούσε χρέη σκοπού ένας Κοκκινόχερος, άσε που θα το είχε πάρει είδηση αν είχε συμβεί κάτι — αλλά, αντί γι’ αυτό, βρέθηκε να περιπλανιέται στους φιδογυριστούς δρόμους που διέτρεχαν τον καταυλισμό. Η φασαρία κι η φούρια ήταν χαρακτηριστικά τόσο των πλατιών δρόμων όσο και των στενών. Άντρες πηγαινοέρχονταν, σέρνοντας πίσω τους άλογα που χοροπηδούσαν και χρεμέτιζαν, ζώα που είχαν μείνει αγύμναστα για καιρό. Άλλοι, πάλι, ξέστηναν τις σκηνές και συμμάζευαν τις άμαξες με τις προμήθειες ή έσερναν μπόγους τυλιγμένους σε υφάσματα, μπρούντζινες κασέλες, βυτία και μεταλλικά κουτιά κάθε μεγέθους έξω από τις άμαξες, οι οποίες έμοιαζαν με ολάκερα σπίτια κι είχαν παραμείνει εκεί επί μήνες, ξεφορτωμένες εν μέρει, έτσι που το καθετί να μπορεί να πακεταριστεί ξανά και να είναι έτοιμο για ταξίδι ενόσω οι υπόλοιποι έζευαν τα υποζύγια. Η βοή ήταν μόνιμη. Άλογα χλιμίντριζαν, γυναίκες φώναζαν τα παιδιά τους, πιτσιρίκια έκλαιγαν επειδή είχαν χάσει κάποιο παιχνίδι ή έσκουζαν απλώς και μόνο για τη χαρά της βαβούρας, ενώ οι άντρες μούγκριζαν για να μάθουν ποιος ήταν υπεύθυνος της ιπποσκευής τους ή σε ποιον είχαν δανείσει το τάδε εργαλείο. Ένα μπουλούκι ακροβάτισσες, ευθυτενείς αλλά μυώδεις γυναίκες, που η δουλειά τους ήταν να κάνουν νούμερα πάνω σε σχοινιά κρεμασμένα από ψηλούς πασσάλους, είχαν περικυκλώσει έναν από τους εκπαιδευτές αλόγων. Κουνούσαν τα χέρια τους έξαλλες κι ούρλιαζαν, αλλά κανείς δεν τις άκουγε. Ο Ματ κοντοστάθηκε, για να ακούσει το θέμα του καυγά τους, αλλά του φάνηκε πως ούτε οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι ήταν πολύ σίγουροι. Δύο άντρες δίχως πανωφόρια πιάστηκαν στα χέρια κι άρχισαν να κυλιούνται στο έδαφος, παρακολουθούμενοι στενά από την αιτία του καυγά τους, μια λυγερή μοδίστρα με λάγνο βλέμμα ονόματι Ζαμέν, αλλά ξαφνικά εμφανίστηκε ο Πέτρα και τους χώρισε πριν προλάβει ο Ματ να βάλει στοίχημα για τον νικητή.