Выбрать главу

«Ικανοποιητικά», είπε κι ο Μέτγουιν, περνώντας ένα χαλινάρι από τον κρίκο του περιλαίμιου του αλόγου. «Όταν μια γυναίκα βάζει τα κλάματα, το μόνο που έχεις να κάνεις, αν θέλεις να σώσεις το τομάρι σου, είναι να το βάλεις στα πόδια, και δεν μπορούμε να παρατήσουμε όλους αυτούς στη μέση του δρόμου». Έριξε κι αυτός μια ματιά στην άμαξα, κουνώντας δύσπιστα το κεφάλι του.

Πράγματι, ο Ματ δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, παρά να μπει στην άμαξα. Κι αυτό ακριβώς έκανε. Με ένα χαμόγελο μόνιμα χαραγμένο στο πρόσωπό του, προσπάθησε δύο φορές ν’ αναγκάσει τον εαυτό του να ανέβει τα βαμμένα ξύλινα σκαλοπάτια στο πίσω μέρος της άμαξας. Δεν φοβόταν, αλλά όποιος κι αν ήταν στη θέση του, θα αισθανόταν κάποια νευρικότητα.

Παρά την έλλειψη παραθύρων, το εσωτερικό της άμαξας ήταν επαρκώς φωτισμένο, με τέσσερις αντικριστές λάμπες που έκαιγαν κι, επειδή περιείχαν καλής ποιότητας λάδι, δεν ανέδιδαν ταγκίλα. Βέβαια, με όλη εκείνη τη δυσωδία έξω, δεν μπορούσε να το κρίνει με σιγουριά. Έπρεπε να βρει ένα καλύτερο σημείο για να αφήσει την άμαξά του. Ένας μικρός τούβλινος φούρνος με σιδερένια πόρτα και σιδερένια εστία για μαγείρεμα έκανε τον χώρο πιο ευχάριστο συγκριτικά με το εξωτερικό περιβάλλον. Η άμαξα δεν ήταν μεγάλη και κάθε ίντσα των τοίχων καλυπτόταν από συρτάρια, ράφια ή καρφιά για το κρέμασμα των ρούχων και των πετσετών, αλλά το τραπέζι κατέβαινε με σχοινιά κι ήταν εφαρμοσμένο στην οροφή, οπότε οι τρεις γυναίκες στο εσωτερικό δεν ήταν σε καμιά περίπτωση στριμωγμένες.

Αυτές οι τρεις δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους. Η Κυρά Ανάν καθόταν στο ένα από τα δύο στενά εντοιχισμένα κρεβάτια, μια αρχοντογυναίκα με γκριζαρισμένες τούφες, προφανώς απορροφημένη στο κέντημά της. Δεν έδινε διόλου την εντύπωση φρουρού. Ένα μεγάλο χρυσό σκουλαρίκι κρεμόταν από το κάθε της αυτί και το γαμήλιο μαχαίρι της κρεμόταν από ένα σφιχτό ασημένιο περιδέραιο, ενώ η λαβή με τα ερυθρόλευκα πετράδια ήταν κολλημένη πάνω στο χώρισμα του στήθους, ιδιαίτερα αποκαλυπτικό εξαιτίας του στενού και βυθιστού ντεκολτέ του Εμπουνταρινού φορέματός της, με τη μία πλευρά της φούστας ανοικτή για να φαίνεται το κίτρινο μισοφόρι. Είχε άλλο ένα εγχειρίδιο πάνω της, με μακρόστενη και καμπυλωτή λάμα, χωμένο πίσω από τη ζώνη της, αλλά δεν αποτελούσε παρά ένα απλό έθιμο του Έμπου Νταρ. Η Σετάλε είχε αρνηθεί να μεταμφιεστεί, αν κι αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα. Κανείς δεν είχε λόγο να την καταδιώξει, η δε εύρεση κατάλληλων ρούχων ήταν πρόβλημα από μόνη της. Η Σελούσια, μια χαριτωμένη γυναίκα με επιδερμίδα σαν κρέμα βουτύρου, ήταν καθισμένη οκλαδόν στον χώρο μεταξύ των κρεβατιών. Ένα μαύρο μαντίλι κάλυπτε το ξυρισμένο κεφάλι της και μια έκφραση μελαγχολίας ήταν μόνιμα χαραγμένη στο πρόσωπό της, αν και κανονικά ήταν τόσο μεγαλοπρεπής, ώστε η Κυρά Ανάν φάνταζε επιπόλαιη συγκριτικά. Τα μάτια της ήταν τόσο γαλανά όσο της Εγκήνιν και πιο διαπεραστικά, κι είχε κάνει περισσότερη φασαρία σχετικά με το ότι έπρεπε να χάσει και τα υπόλοιπα μαλλιά της. Το σκούρο μπλε Εμπουνταρινό φόρεμα που της είχαν δώσει δεν της άρεσε διόλου, ισχυριζόμενη ότι το βαθύ ντεκολτέ ήταν απρέπεια, αλλά την έκρυβε εξίσου αποτελεσματικά με μια απλή μάσκα. Ελάχιστοι ήταν οι άντρες που θα παρατηρούσαν το εντυπωσιακό στήθος της Σελούσια και θα εστίαζαν για ώρα το βλέμμα τους στο πρόσωπό της. Ο Ματ μπορούσε να απολαύσει το θέαμα για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά υπήρχε κι η Τουόν, καθισμένη στο μοναδικό σκαμνί της άμαξας με ένα δερματόδετο βιβλίο ανοικτό πάνω στα γόνατά της, οπότε δύσκολα θα κοίταζε αλλού. Η μέλλουσα σύζυγος του. Μα το Φως!

Η Τουόν ήταν μικροκαμωμένη, όχι ιδιαίτερα κοντή αλλά λεπτή σαν αγόρι, και το χαλαρό φόρεμα από καφετί μαλλί που φορούσε, αγορασμένο από κάποιον έμπορο του θιάσου, την έκανε να δείχνει σαν παιδούλα ντυμένη με τα ρούχα της μεγαλύτερης αδελφής της. Σίγουρα δεν ήταν το είδος της γυναίκας που άρεσε στον Ματ, ειδικά με αυτόν τον μαύρο θύσανο των λίγων ημερών που κάλυπτε το κρανίο της. Αν παρέβλεπες αυτό, ήταν πραγματικά όμορφη με έναν συγκρατημένο τρόπο, με το καρδιόσχημο πρόσωπό της, τα σαρκώδη χείλη της και τα μάτια της, που έμοιαζαν με τεράστιες, σκοτεινές κι υγρές λίμνες γαλήνης. Αυτή η απόλυτη ηρεμία τού προκαλούσε σχεδόν νευρικότητα. Στην κατάσταση που βρισκόταν η Τουόν, ούτε μία Άες Σεντάι δεν θα ήταν ήρεμη. Αυτά τα καταραμένα ζάρια στο κεφάλι του δεν βοηθούσαν καθόλου.

«Η Σετάλε με ενημέρωσε καταλλήλως», είπε η γυναίκα με την ψυχρή, μακρόσυρτη προφορά της καθώς ο Ματ έκλεινε την πόρτα. Είχε συνηθίσει πια την προφορά των Σωντσάν και μπορούσε να διακρίνει τις επιμέρους διαφορές. Η προφορά της Τουόν έκανε την Εγκήνιν να μοιάζει μπουκωμένη με χυλό, αλλά όλες οι προφορές ήταν αργές και με κακή άρθρωση. «Μου ανέφερε την ιστορία που σκαρφίστηκες για την αφεντιά μου, Παιχνιδάκι». Στο Παλάτι Τάρασιν, η Τουόν δεν είχε πάψει στιγμή να τον αποκαλεί έτσι, αλλά δεν τον ένοιαζε. Όχι πολύ, τουλάχιστον.