Выбрать главу

«Το όνομά μου είναι Ματ», άρχισε να λέει εκείνος. Ούτε που πρόσεξε πότε εμφανίστηκε στο χέρι της η πήλινη κούπα, αλλά ίσα που πρόλαβε να πέσει στο πάτωμα, προτού η κούπα τσακιστεί πάνω στην πόρτα αντί για το κεφάλι του.

«Υπηρέτρια είμαι, Παιχνιδάκι;» Αν ο τόνος της Τουόν ακουγόταν ψυχρός πριν, τώρα δεν διέφερε από ατόφιο πάγο. Δεν ύψωσε διόλου τη φωνή της, όμως ο τόνος εξακολουθούσε να είναι παγερός. Η έκφρασή της θα έκανε έναν δικαστή απαγχονισμών να δείχνει άμυαλος. «Μια κλέφτρα υπηρέτρια;» Το βιβλίο γλίστρησε από τα γόνατά της, καθώς σηκώθηκε όρθια κι έσκυψε για να πιάσει τη λευκή καπακωμένη τσαγιέρα. «Μια άπιστη υπηρέτρια;»

«Αυτό θα το χρειαστούμε», είπε ευλαβικά η Σελούσια, παίρνοντας το ογκώδες σκεύος από τα χέρια της Τουόν. Τοποθετώντας το προσεκτικά στη μια πλευρά, κουλουριάστηκε στα πόδια της Τουόν, σαν έτοιμη να ορμήσει στον Ματ, όσο κι αν κάτι τέτοιο ακουγόταν γελοίο. Τη συγκεκριμένη στιγμή, βέβαια, δύσκολα θα χαρακτήριζες κάτι γελοίο.

Η Κυρά Ανάν άπλωσε το χέρι της σ’ ένα από τα κρεμαστά ράφια πάνω από το κεφάλι της κι έδωσε στην Τουόν μια άλλη κούπα. «Διαθέτουμε κάμποσες από δαύτες», μουρμούρισε.

Ο Ματ τής έριξε μια ματιά γεμάτη αγανάκτηση, αλλά τα καστανά της μάτια σπίθισαν από ευχαρίστηση. Άκου ευχαρίστηση! Υποτίθεται ότι ο ρόλος της ήταν να φρουρεί τις άλλες δύο!

Μια γροθιά ακούστηκε να χτυπάει την πόρτα. «Μήπως χρειάζεστε βοήθεια εκεί μέσα;» φώναξε ο Χάρναν κάπως αβέβαια. Ο Ματ αναρωτήθηκε σε ποιον απευθυνόταν.

«Όλα είναι υπό έλεγχο», απάντησε η Σετάλε, σπρώχνοντας με ηρεμία τη βελόνα της μέσα από το ύφασμα που τεντωνόταν στο τσέρκι της. Θα έλεγε κανείς πως το κέντημα ήταν το σημαντικότερο πράγμα του κόσμου. «Κάνε τη δουλειά σου και μη χαζολογάς». Η γυναίκα δεν καταγόταν από το Έμπου Νταρ, αλλά σίγουρα είχε εμπεδώσει τους τρόπους των Εμπουνταρινών. Μια στιγμή αργότερα, βήματα ακούστηκαν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια. Φαίνεται πως κι ο Χάρναν είχε παραμείνει πολύ καιρό στο Έμπου Νταρ.

Η Τουόν στριφογύρισε την καινούργια κούπα στο χέρι της, λες κι εξέταζε τα λουλούδια που ήταν ζωγραφισμένα επάνω της, και τα χείλη της συστράφηκαν σε ένα χαμόγελο τόσο αδιόρατο, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι φαντασία του Ματ. Όταν χαμογελούσε, ήταν κάτι παραπάνω από όμορφη, αλλά το χαμόγελό της υποδήλωνε πως γνώριζε πράγματα για τα οποία ο Ματ δεν είχε ιδέα. Αν συνέχιζε, έτοιμος ήταν να ξεσπάσει. «Δεν θα γίνω γνωστή ως υπηρέτρια, Παιχνιδάκι».

«Λέγομαι Ματ, κι όχι... όπως με αποκαλείς», της είπε καθώς σηκωνόταν όρθιος κι εξέταζε τον γοφό του. Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν πονούσε περισσότερο απ’ όσο όταν είχε τσακιστεί στις πλάκες του δαπέδου. Η Τουόν ανασήκωσε το ένα της φρύδι και ζύγιασε την κούπα στο ένα χέρι. «Δεν είναι τόσο εύκολο να πω στους ανθρώπους του θιάσου ότι απήγαγα την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών», είπε ο Ματ εξοργισμένος.

«Την Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν, βοσκέ!» πέταξε δηκτικά η Σελούσια. «Είναι υπό το πέπλο!» Το πέπλο; Η Τουόν φορούσε πέπλο στο παλάτι, αλλά από τότε το είχε αφαιρέσει.

Η μικροκαμωμένη γυναίκα έκανε μια ευγενική χειρονομία, σαν βασίλισσα που έδινε την έγκρισή της. «Δεν σημαίνει τίποτα, Σελούσια. Έτσι κι αλλιώς, είναι άσχετος και πρέπει να τον εκπαιδεύσουμε. Εσύ, όμως, Παιχνιδάκι, θα πρέπει να αλλάξεις την ιστορία. Δεν μου αρέσει να είμαι υπηρέτρια».

«Είναι πολύ αργά για να αλλάξει κάτι», απάντησε ο Ματ, με το βλέμμα καρφωμένο στην κούπα. Τα χέρια της φάνταζαν εύθραυστα, τώρα που είχε κόψει εκείνα τα μακρόστενα νύχια, αλλά του ήταν αδύνατον να ξεχάσει τη γρηγοράδα τους. «Κανείς δεν σου ζήτησε να γίνεις υπηρέτρια». Ο Λούκα κι η σύζυγος του ήξεραν την αλήθεια, αλλά για τους υπόλοιπους έπρεπε να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που η Τουόν κι η Σελούσια φυλάσσονταν έγκλειστες σε αυτή την άμαξα. Η τέλεια λύση ήταν να πουν ότι επρόκειτο για δύο υπηρέτριες που σύντομα θα παραπέμπονταν με την κατηγορίας της κλοπής και που σκόπευαν να προδώσουν το φευγιό της κυράς τους με τον εραστή της. Για τον Ματ, ήταν η τέλεια συγκάλυψη. Για τους ανθρώπους του θιάσου, δεν ήταν παρά μια προσθήκη στο ρομάντζο. Ο Ματ είχε θεωρήσει πως η Εγκήνιν θα κατάπινε τη γλώσσα της όσο ο ίδιος θα το εξηγούσε στον Λούκα. Ίσως είχε υπ’ όψιν της πώς θα το έπαιρνε η Τουόν. Μα το Φως, πόσο λαχταρούσε να έπαυαν επιτέλους αυτά τα ζάρια! Πώς να σκεφτεί ένας άνθρωπος όταν αντηχούν μες στο μυαλό του;